ἀμφιλέγω

English (LSJ)

Dor. ἀμφιλλέγω,
A dispute about, τι X.An. 1.5.11; χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG4.926 (Epid.):—Pass., τὰ ἀμφιλλεγόμενα GDI5149 (Cret.).
2 foll. by μή... dispute, question that a thing is, X.Ap. 12: abs., dispute, αἴ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί GDI2561A42.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀμφιλλέγω IG 42.71.3 (Epidauro III a.C.), CID 1.9A42 (IV a.C.)
• Morfología: [arc. subj. 3.a plu. ἀνφιλέγδντοι IG 5(2).159 B.18 (Tegea V a.C.)]
discutir, disputar sobre τι X.An.1.5.11, c. gen. περὶ τᾶς χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG l.c., βροντὰς ... μὴ μέγιστον οἰωνιστήριον εἶναι; (¿discutirá alguien) que los truenos son un gran augurio? X.Ap.12
abs. αἰ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί CID l.c., cf. ICr.1.16.4.10 (Lato).

German (Pape)

[Seite 140] 1) nach beiden Seiten hin reden, streiten, Xen. An. 1, 5, 11: τί, über etwas. – 2) zweifeln, βρονταῖς (andere βροντάς) ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ οἰωνιστήριον εἶναι Xen. Apol. 12.

French (Bailly abrégé)

disputer sur, acc. ; ἀ. μή τι εἶναι contester ou douter qu'une chose soit.
Étymologie: ἀμφί, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλέγω:
1 спорить: ἀμφιλέξαι τι Xen. поспорить из-за чего-л.;
2 оспаривать: ἀμφιλέξει τις …; Xen. разве станет кто-л. оспаривать …?

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλέγω: φιλονεικῶ, συζητῶ περί τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, ἀμφιβάλλω εἰ πράγματι ἔχει οὕτως, ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12.

Greek Monolingual

ἀμφιλέγω (Α)
1. φιλονικώ, λογομαχώ
2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λέγω.
ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος.

Greek Monotonic

ἀμφιλέγω: Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. -ξω, διαφωνώ για, τι, σε Ξεν.· ἀμφ. μή, διαφωνώ, ερίζω, αμφισβητώ ότι ένα πράγμα είναι, στον ίδ.

Middle Liddell

to dispute about, τι Xen.; ἀμφ. μή . ., to dispute, question that a thing is, Xen.