ἀνακαθαίρω

English (LSJ)

A clear out, clear completely, τοὺς πόρους the ducts, Anaxipp.1.16; cleanse ulcer, Paul.Aeg.4.41; τάφρους D.H.8.13; clear streets, OGI483.79 (Pergam.); τράφως καὶ ῥόως.. ἀγκοθαρίοντι(= ἀνακαθαροῦσι) Tab Heracl.1.132; prune, Thphr. HP 1.3.3; clear ground for foundations, SIG2587.46 (Eleusis, iv B. C.), BCH29.468 (Delos, iii B. C.), IG12(2).11.3 (Mytilene):—Med., ἀνακαθηράμενον τὸ χωρίον Ath.Mitt.31.134 (Athens, iv B. C.), IG2.1054.8 (iv B. C.):—Pass., ib.7.3073.64 (Lebad.); of a mine, to be cleared out, Arist.Mir. 834a27; οἰκόπεδα D.H.14.2; of the air, become quite clear, Plu.Flam. 8.
II Med., clear or sweep away, τὸ βάρβαρον ἀνακαθαίρεσθαι ἐκ τῆς θαλάσσης Pl.Mx.241d (so Act. in D.H.1.12); τὰ πρὸ ποδῶν Plb. 10.30.8; τὴν παραλίαν ἀ. Plu.Alex.17.
2 extract, μεταλλεῖα Pl.Lg. 678d.
3 ἀνακαθαίρεσθαι λόγον clear up or enucleate a subject, μέθης πέρι, σμικροῦ πράγματος, παμμήκη λόγον -όμενος ib.642a.
4 Medic., cleanse thoroughly, Hp.Aph.5.8: metaph., purify, τῆς κακίας γῆν καὶ θάλατταν Jul. ad Them.254a.

Spanish (DGE)

(ἀνακᾰθαίρω) • Alolema(s): dór. ἀγκοθ- TEracl.1.132
A act. y med.
I 1limpiar τῶν τ' ἐσθιόντων ἀνεκάθηραν τοὺς πόρους limpiaron los conductos de los comensales (de ciertos cocineros que, al hacer una cocina sin especias fuertes, acabaron con las toses y estornudos de los banquetes), Anaxipp.1.16, τάφρους D.H.8.13, calles SEG 13.521.91 (Pérgamo II a.C.), τράφως ... καὶ ... ῥόως ... ἀγκοθαρίοντι TEracl.l.c., τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν Paul.Aeg.4.41
fig. ὁ λόγος ... ἀνακαθαίρει τὰς ἁμαρτίας Clem.Al.Paed.1.6.51, ἐπειδὴ ἀνεκαθήραμεν τῷ λόγῳ τὸν θεολόγον Gr.Naz.M.36.25C
de metales purificar, aislar en v. pas. ἀπορία πᾶσα ἦν τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Pl.Lg.678d.
2 podar en v. pas. ὁ δὲ μύρρινος ἀνακαθαιρόμενος Thphr.HP 1.3.3.
3 desbrozar, desescombrar, preparar un terreno para la construcción ἀνακαθήραντι τοῦ πύργου τὸ λιθολόγημα ... μισθωτεῖ IG 22.1672.47 (Eleusis IV a.C.), ἀνακαθᾶραι δὲ τῶν ἐπὶ τὸ στερεὸν θεμελίων ID 505.20 (III a.C.), ἀνακαθαίρων τὸ προσθεμελιοῦμενον IG 12(2).11.2. (Mitilene)
en v. med. mismo sent. ἀνακαθηράμενον τὸ χωρίον Ath.Mitt.31.134 (Atenas IV a.C.), cf. IG 22.1668.8 (IV a.C.)
en v. pas. ἀνακαθαιρομένων τῶν οἰκοπέδων D.H.14.2, τῶν μετάλλων ἀνακαθαρθέντων descegadas las minas (para explotarlas de nuevo), Arist.Mir.834a27.
II fig.
1 barrer, eliminar ἀνακαθήρας τὸ βάρβαρον D.H.1.12
esp. en v. med. mismo sent. ἀνακαθηράμενοι ... πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάττης Pl.Mx.241d, τὸ πᾶν τὸ πρὸ ποδῶν ἀνακαθαίρειν Plb.10.30.8
barrer a su paso τὴν παραλίαν Plu.Alex.17.
2 explicar, aclarar, interpretar ἔστι δὲ καὶ ... ἀνακαθᾶραι τὴν τῶν νοερῶν τροχῶν εἰκονογραφίαν Dion.Ar.CH M.3.337D, (δόγματα) ἅ ... ἀνεκεκάθαρτο Porph.Plot.3.26.
B usos esp. de la v. med.
1 medic. expeler por arriba, limpiarse por arriba ὁκόσοι πλευριτικοὶ γενόμενοι οὐκ ἀνακαθαίρονται cuantos teniendo pleuresía no se les limpia el pecho Hp.Aph.5.8, ἀκμαζούσης δὲ τῆς περιπνευμονίης ἀβοήθητον μὴ ἀνακαθαιρομένου Hp.Acut.(Sp.) 33.
2 purificarse, aclararse del aire καὶ ἤδη τοῦ ἀέρος ἀνακαθαιρομένου καθορῶντες τὰ γινόμενα Plu.Flam.8.
3 fig. sacar, exponer μέθης πέρι, σμικροῦ πράγματος, παμμήκη λόγον ἀνακαθαιρόμενος Pl.Lg.642a.

German (Pape)

[Seite 190] wieder reinigen, aufräumen, Pol. 10, 30, 8, gew. med., Αὐγίου βουστασίαν Luc. Alex. 1; ἀνακαθηράμενοι καὶ ἐξελάσαντες πᾶν τὸ βάρβαρον Plat. Menex. 241 d; τὰ περιόντα τοῦ πολέμου Plut. Ant. 9; λόγον, eine Rede halten, um etwas ins Reine zu bringen; Plat. Legg. 1, 642 a, od. säubern, feilen; von der Luft, sich aufklären, Plut. Timol. 27; bei den Aerzten: nach oben, d. h. durch Erbrechen reinigen.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνακαθῆρα ; ao. Pass. ἀνακαθήρθην;
purifier, nettoyer ; Pass. s'éclaircir tout à fait, devenir tout à fait pur;
Moy. ἀνακαθαίρομαι (ao. ἀνακαθηράμην) nettoyer complètement ; fig. purger (un pays de la présence de l'ennemi).
Étymologie: ἀνά, καθαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακᾰθαίρω: преимущ. med.
1 очищать (τὰ μεταλλεῖα Plat.; τὸ πᾶν τὸ πρὸ ποδῶν Polyb.; Αὐγίου βουστασίαν Luc.): τῶν ὑπὸ πόδας τόπων ἀνακαθαιρομένων Plut. когда внизу туман рассеялся; ἀνακαθαίρεσθαι λόγον Plat. сказать что-л. для разъяснения вопроса, тщательно изложить;
2 изгонять (πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάσσης Plat.; τὰ περίοντα τοῦ πολέμου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακᾰθαίρω: καθαρίζω, καθαρίζω ἐντελῶς, τοὺς πόρους, τὰς φλέβας, Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 16· καθαρίζω φυτὸν διὰ τοῦ κλαδεύματος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 3, 3: ― Παθ., ἐπὶ μεταλλείου, καθαρίζω ἐντελῶς, τῶν μετάλλων ἀνακαθαρθέντων Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 52· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, γίνομαι ἐντελῶς καθαρός, διαυγής, Πλουτ. Φλαμιν. 8. ΙΙ. Μέσ. καθαρίζω, ἤτοι ἀποδιώκω, τὸ βάρβαρον ἀνακαθαίρεσθαι ἐκ τῆς θαλάσσης Πλάτ. Μενέξ. 241D· (οὕτω καὶ ἐνεργ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 4. 12)· τὰ πρὸ ποδῶν Πολύβ. 10. 30. 8· τὴν παραλίαν ἀνακ. Πλουτ. Ἀλέξ. 17. 2) καθαρίζω, ἀποχωρίζω τὰς ξένας οὐσίας· ἐπὶ μετάλλων, Πλάτ. Νόμ. 678D. 3) ἀνακαθαίρεσθαι λόγον, ἀναπτύσσω, ἐξηγοῦμαι, σαφηνίζω ὑπόθεσίν τινα, αὐτόθι 642Α. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, καθαρίζω πρὸς τὰ ἄνω, ὅ ἐ. δι’ ἐμέτου ἢ ἀποχρέμψεως φλεγμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1253, κτλ.

Greek Monolingual

ἀνακαθαίρω (Α)
Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώς
ΙΙ. μέσ.
1. γίνομαι καθαρός, διαυγής
2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες
3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα
4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι λόγον», διασαφηνίζω, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καθαίρω.
ΠΑΡ. ανακάθαρση (-ις), ανακαθαρτικός
νεοελλ.
ανακαθαρτήρας (-ήρ)
ανακαθαρτής].

Greek Monotonic

ἀνακᾰθαίρω: μέλ. -ᾰρῶ,
I. καθαρίζω εντελώς — Παθ., λέγεται για τον αέρα, γίνομαι εντελώς διαυγής, σε Πλούτ.
II. Μέσ., καθαρίζω, σαρώνω, αποδιώχνω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

I. to clear completely:— Pass., of the air, to become quite clear, Plut.
II. Mid. to clear or sweep away, Plat.