ἀνευρίσκω

English (LSJ)

fut. -ευρήσω: aor. -εῦρον, later
A -ευράμην A.R.4.1133:—Pass., aor. -ευρέθην:—find out, discover, Hdt.1.67, 2.54, etc.; ἀγαθὰ ἀ. λογιζόμενος Id.7.8.γ; ἀ. φόνον A.Ag.1094; σὸν χρέος ἀνευρίσκειν πότερον.. E.IT883; ἀ. τὴν αἰτίαν Pl.Phd. 100b; τὴν τοῦ θεοῦ φύσιν Phdr. 252e, etc.:—Med., win, gain, ἱερὸν χῶρον ἀνευρομένην Epigr.Gr. 259:—Pass., to be found out or discovered, ὡς ὕστερον ἀνευρέθη Th. 1.128: c. part., ἀνεύρηται ὁμοῖα παρεχομένη Hdt.4.44.
II think out, invent, μόνος ἀνευρηκὼς τέχνην Antiph.113, cf. Timocl.37, Pl. Phdr.273c; ἀ. πρόφασίν τινα Philem.88.10, etc.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. tard. ἀνευράμην A.R.4.1133]
1 descubrir, encontrar φόνον A.A.1094, τὴν θήκην τοῦ Ὀρέστεω Hdt.1.67, σφέας Hdt.2.54, ἀγαθά Hdt.7.8γ, κακά E.Fr.267, τι δύσποτμον E.IA 1332, τόδε E.IT 883, τὴν αἰτίαν Pl.Phd.100b, παραδείγματα Pl.Ti.24a, τὴν τοῦ ... θεοῦ φύσιν Pl.Phdr.252e, τέχνην Antiph.113, Pl.Phdr.273c, ἀλεξιφάρμακα D.C.40.15.5, θεωρήματα Papp.1028.8, cf. Pl.Ti.54b, μ' ἀνευρόντες tal vez de una antigua imagen SEG 26.1288 (Perinto II d.C.), τὰ ἡμέτερα POxy.1272.23 (II d.C.), πλούτου ... ὀλίγον μέρος ἀνηυρίσκετο I.BI 7.114, πρόφασιν Philem.88.10
en v. pas. ὡς ὕστερον ἀνευρέθη según se descubrió más tarde Th.1.128, πατήρ τις ἀνευρίσκεται γνήσιος es hallado un padre legítimo Plu.2.712c
c. part. τὰ ἄλλα ἀνεύρηται ὅμοια παρεχομένη τῇ Λιβύῃ Hdt.4.44
en v. med. en la composición musical inventar, componer αὐλῶν τῶν λι[γ] υρῶν ἦχος ἀνευρόμενος ICr.1.5.42.2 (I/II d.C.).
2 c. interr. indir. investigar εἴ τίς τι ... SIG 279.11 (Zelea IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 227] (s. εὑρίσκω), auffinden, ausfindig machen, ermitteln, φόνον Aesch. Ag. 1095; ἀνευρίσκω λογιζόμενος, durch Überlegung bringe ich heraus, Her. 7, 8, 3. Oft bei Att., z. B. Thuc. 1, 128; auch mit partic., τὴν τῶν δικαστῶν ῥώμην ἀνευρίσκομεν οὐ βασιλικὴν οὖσαν Plat. Polit. 305 c. – Med., ἀνεύρατο, er erfand sich, Timocl. com. Ath. VI, 223 b (v. 4).

French (Bailly abrégé)

f. ἀνευρήσω, ao. ἀνεῦρον, etc.
découvrir, mettre au jour (une chose cachée), acc. ; Pass. τὰ ἄλλα ἀνεύρηται ὁμοῖα παρεχομένη τῇ Λιβύῃ HDT on découvrit que les autres régions (de l'Asie) présentaient les mêmes apparences que la Libye.
Étymologie: ἀνά, εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνευρίσκω:
1 находить, обнаруживать, открывать (αἰτίαν Plat.; φόνον Aesch.; ξίφος κεκριμμένον Plut.): ὡς ὕστερον ἀνευρέθη Thuc. как впоследствии обнаружилось; τοσάδε ἀ. λογιζόμενος Her. рассуждая (об этом), я прихожу к следующему;
2 изобретать, создавать (τέχνην Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνευρίσκω: μέλλ. -ευρήσω: ἀόρ. -εῦρον, καὶ μὴ Ἀττ. -ευράμην Ἀπολλ. Ῥοδ. Δ. 1133: παθ. -ευρέθην. Ἀνευρίσκω, ἐπινοῶ, ἀνακαλύπτω, Ἡρόδ. 1. 67., 2. 54, Ἀττ.˙ ἀγαθὰ ἀν. λογιζόμενος Ἡρόδ. 7. 8, 3˙ ἀν. φόνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1094˙ σόν, ὦ μέλεα ψυχά, χρέος ἀνευρίσκειν Εὐρ. Ι .Τ. 833˙ ἀν. τὴν αἰτίαν Πλάτ. Φαίδων 100Β˙ τὴν τοῦ θεοῦ φύσιν ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 252Ε, κτλ.: ― Μέσ., κερδαίνω, κτῶμαι, ἱερὸν χῶρον ἀνευρομένην Συλλ. Ἐπιγρ. 4703: ― Παθ. ἀνευρίσκομαι, ἀνακαλύπτομαι, ὡς ὕστερον ἀνευρέθη Θουκ. 1. 128˙ μετὰ μετοχ., ἀνευρεθῆναι ἐόντα Ἡρόδ. 1. 137˙ ἀνεύρηται ὁμοῖα παρεχομένη ὁ αὐτ. 4. 44. ΙΙ. ἐξευρίσκω, ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω, μόνος ἀνευρηκὼς τέχνην Ἀντιφάν. ἐν «Καρσὶ» 1. 4, πρβλ. Τιμοκλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 273C˙Ϗ ἀν. πρόφασίν τινα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 10. κτλ.

English (Strong)

from ἀνά and εὑρίσκω; to find out: find.

English (Thayer)

2nd aorist ἀνεῦρον, 3rd person plural ἀνεῦραν, T Tr WH; see εὑρίσκω); to find out by search: τινα, Herodotus down.) Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 13f.

Greek Monolingual

(AM ἀνευρίσκω)
1. βρίσκω, ξαναβρίσκω κάτι χαμένο, ανακαλύπτω
2. εφευρίσκω, επινοώ.

Greek Monotonic

ἀνευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, αόρ. βʹ -εῦρον — Παθ. αόρ. αʹ -ευρέθην· βρίσκω, ανακαλύπτω, επινοώ, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., μαθαίνομαι ή ανακαλύπτομαι, σε Θουκ.· με μτχ., έχω ανακαλυφθεί οτι είμαι..., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to find out, make out, discover, Hdt., Attic: —Pass. to be found out or discovered, Thuc.; c. part. to be discovered to be . ., Hdt.

Chinese

原文音譯:¢neur⋯skw 安-由里士可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-尋
字義溯源:找出來,尋見,找著;由(ἀνά)*=上)與(εὑρίσκω)*=尋找)組成
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 找著了(1) 徒21:4;
2) 尋見(1) 路2:16