ἀποπηδάω

English (LSJ)

A leap off, especially of riders, dismount, Plu.Fab.16, Jul.Or. 2.60a, etc.
II start off from, turn away from, ἀπό τινος Hp.Art. 47; ἀποπηδάω ἀπὸ τῆς φύσιος from its natural position, of a joint, ib.61; metaph., ἀποπηδάω ἀπὸ τοῦ λόγου Pl.Tht.164c; Σωκράτους X.Mem.1.2.16: abs., leap off, Pl.R. 613b; stalk off, οἴχεται ἀποπηδήσας πρὸς ἄλλον Id.Lg. 720c; ἐς τὰ Περσῶν ἤθη Procop.Goth.1.24.
2 rebound, Arist. Aud.803b1, Ph.1.610.

Spanish (DGE)

I 1bajar de un salto, saltar πυκνὰ ἀποπηδῶντας en el desembarco, Pl.Lg.706c
tirarse εἰς τὸν ποταμόν UPZ 18.9 (II a.C.), ἐκ τοῦ φρέατος Iambl.Fr.10
de jinetes desmontar Plu.Fab.16, Iul.Or.3.60a, c. gen. τοῦ ἵππου Plu.2.196a, ὀξέως ἀποπηδῶσιν dan el salto (inicial para la carrera) con gran impulso Pl.R.613b
fig. saltar, tomar al asalto πρὸς τὸ λόγιον τοῦτο Didym.M.39.657B.
2 apartarse violentamente, separarse, escapar c. gen. ἀποπηδήσαντε Σωκράτους escapando de Sócrates e.d. no queriendo saber nada de él X.Mem.1.2.16, αὐτῆς LXX Ez.19.3, ἀπεπήδησαν ἀπ' ἐμοῦ LXX Os.7.13, cf. Na.3.7, Meth.Symp.proem.(p.5.17), Ath.Al.Gent.9, abs. LXX Pr.9.18a, Plu.2.40a
c. prep. y gen. de abstr. ἀποπηδήσαντες ἀπὸ τοῦ λόγου abandonando el debate Pl.Tht.164c, τῆς οἰκείας πραγματείας Phld.Rh.2.57.9
c. prep. y ac. οἴχεται ἀποπηδήσας πρὸς ἄλλον κάμνοντα οἰκήτην escapa a toda prisa (a ver) a otro siervo enfermo de un médico, Pl.Lg.720c, πρὸς τὸ καινόν Lyd.Mag.2.24, ἀπεπήδησεν ... ἐς τὰ Περσῶν ἤθη se pasó a las costumbres persas Procop.Goth.1.24.35
de anim., abs. escaparse de una potranca PCair.Zen.475.5 (III a.C.).
3 de elementos fisiológicos y físicos apartarse, desviarse ἀποπηδᾷ τὸ πιότατον ... ἐς τὸ ἐπίπλοον Hp.Nat.Puer.21, ἀπὸ τῆς φύσιος desviarse (un hueso) de su posición natural Hp.Art.61, cf. 47, πάντα δ' ὡς ἀπὸ στερροῦ τινος ἀποπάλλεται καὶ ἀποπηδᾷ Ph.1.610.
II rebotar οἱ ... ἦχοι πρὸς μαλακὸν προσπίπτοντες οὐχ ὁμοίως ἀποπηδῶσι μετὰ βίας Arist.Aud.803b1.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πηδάω), abspringen, entspringen, οἴχεται ἀποπηδήσας Plat. Legg. IV, 720 c; Xen. An. 3, 4, 27; ἀπὸ τοῦ λόγου Plat. Theaet. 164 c; τοῦ Σωκράτους, verließen ihn plötzlich, Xen. Mem. 1, 2, 16.

French (Bailly abrégé)

ἀποπηδῶ :
f. ἀποπηδήσομαι;
1 sauter à bas de;
2 sauter à l'écart de, loin de ; fig. ἀπ. τοῦ Σωκράτους XÉN se sauver de Socrate, l'abandonner, le fuir.
Étymologie: ἀπό, πηδάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπηδάω:
1 соскакивать, спрыгивать (τοῦ ἵππου Plut.);
2 отскакивать, отступать (οἱ πολέμιοι ἀπεπήδων Xen.);
3 бежать прочь, покидать (τοῦ Σωκράτους Xen.);
4 уклоняться, отклоняться, отвлекаться (ἀπὸ τοῦ λόγου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπηδάω: μέλλ. -πηδήσομαι, πηδῶ ἀπό τινος, ἀπεπήδησε τοῦ ἵππου Πλουτ. Φάβ. κτλ. ΙΙ. καταλείπω, ἀποσκιρτῶ, μ. γεν. εὐθὺς ἀποπηδήσαντε Σωκράτους ἐπραττέτην τὰ πολιτικὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 16· ἀπό τινος Ἱππ. περὶ Ἀρθρ. 812· ἀπὸ τῇς φύσιος, ἐξέρχομαι ἀπὸ τῆς φυσικῆς θέσεώς μου, ἐπὶ ἀρθρώσεως, αὐτόθι 827· ἀπὸ τοῦ λόγου Πλάτ. Θεαίτ. 164C: - ἀπολ., πηδῶ, τρέχω πηδῶν, τὸ μὲν πρῶτον ὀξέως ἀποπηδῶσι, τελευτῶντες δὲ καταγέλαστοι γίνονται ὁ αὐτ. Πολ. 613Β· οἴχεται ἀποπηδήσας πρὸς ἄλλον ὁ αὐτ. Νόμ. 720C. 2) ἀναπάλλομαι, τινάσσομαι ἐπάνωὀπίσω, Ἀκουστ. 42.

Greek Monotonic

ἀποπηδάω: μέλ. -πηδήσομαι·
1. πηδώ μακριά από, ἵππου, σε Πλούτ.
2. αποσκιρτώ, εγκαταλείπω, απομακρύνομαι από, τινός, σε Ξεν.
3. απόλ., πηδώ, το βάζω στα πόδια πηδώντας, σε Πλάτ.

Middle Liddell

1. to leap off from, ἵππου Plut.
2. to start off from, turn away from, τινός Xen.
3. absol. to leap off, start off, Plat.