ἄρκος
English (LSJ)
(A), ὁ and ἡ,
A = ἄρκτος, bear, LXX4 Ki.2.24, Apoc.13.2, AP11.231 (Ammian.), IG14.1302 (ii A. D.), Tab.Defix.Aud.249 (Carthage, i A. D.), Ael.NA1.31, Eust.1156.16, Suid.
II = ἄρκτος III, Hp. Vict.2.48.
III ἄρκου σταφυλή a plant, bear-berry, Arctostaphylos uva-ursi, Gal.13.83.(B), -εος, τό, (ἀρκέω)
A defence, Alc.67: c. gen., βέλευς Id.15.4.
Spanish (DGE)
v. ἄρκτος.
-εος, τό
defensa, protección Alc.396, c. gen. ἄ. ἰσχύρω βέλεος Alc.140.9 (v.l.), c. dat. τῷ ... βάρος ἔσσεται ἄ. Nic.Al.43, cf. Hsch.
•ἄρκος· τὸ παιόνιον Hsch.
-ου, ἡ
sarcófago ἤ τις τολμήσι τὴν ἄρκον ταύτη<ν> ἀνῦξαι (l. -νοῖ-) IG 14.2326.4, cf. 2325, 2328, 2334 (todas Concordia V d.C.?).
German (Pape)
[Seite 354] τό, Heilmittel, ὀδόντων Opp. H. 3, 178, Mittel gegen den Biß der Zähne; vgl. Alc. Ath. XIV, 627 b. ὁ, ἡ, Bär, Bärin, Sp., wie Ael. N. A. 1, 31.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ, ἡ)
ours, ourse, animal;
NT: ου (ὁ, ἡ)
ours, ourse
[cf. ἄρκτος].
Étymologie: ἄρκτος.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
remède.
Étymologie: R. ἁρκ, écarter ; cf. ἀρκέω.
Greek Monolingual
(I)
ἄρκος, το (Α)
1. το όργανο ή το μέσον άμυνας
2. η υπεράσπιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ- (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα areq- «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ.
ΣΥΝΘ. απαρκής, αυτάρκης, βιαρκής, γυιαρκής, διαρκής, εξαρκής, επαρκής, ζωαρκής, καταρκής, ξεναρκής, ολιγαρκής, παναρκής, πανταρκής, ποδαρκής, πολυαρκής.
(II)
ἄρκος, ο, η (AM)
1. η αρκούδα
2. το αρκουδόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του άρκτος, ο οποίος προήλθε με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, έπειτα από παρετυμολογική επίδραση του ρ. αρκώ].
Russian (Dvoretsky)
Chinese
原文音譯:¥rktoj 阿而克拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:熊
字義溯源:熊;源自 (ἀρκέω)*=避免
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 熊的(1) 啓13:2