ἄφθορος
English (LSJ)
ἄφθορον,
A uncorrupt, of young persons, Artem.5.95; κούρη AP9.229 (Marc. Arg.), cf. LXX Es.2.3, D.S.4.7; παῖς Sor.1.81; of a man, IG14.2088.
II pure, unadulterated, γάλα BGU1107.7 (i B.C.), al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1puro, virginal de mujeres ἄ. ὡς κούρη πρὸς πόσιν ἐρχομένη AP 9.229 (Marc.Arg.), κοράσια LXX Es.2.2, de niños y jóvenes παῖς Phalar.Ep.70, de un atleta ἄ. ἦν Artem.5.95, cf. Sor.59.15, οὖρον ἀφθόρου παιδός PHolm.23, 88, cf. PLeid.X.67, PMag.5.376, Euagr.Schol.HE 4.36, Gp.10.64.2, de un varón IUrb.Rom.1034 (I d.C.), Sud.s.u. παρθένιοι
•subst. neutr. τὸ ἄφθορον = la virginidad τὸ ἄφθορον ... ἐπὶ τῆς παρθενίας λεγόμενον σημαντικόν ἐστι τῆς ἐν αὐτῇ καθαρότητος Gr.Nyss.Virg.p.251.
2 puro espiritualmente ἡ γὰρ ἄ. ψυχὴν παρθένος ἐστί, κἂν ἄνδρα ἔχῃ Chrys.M.63.202.
3 puro, no adulterado γάλα BGU 1107.7 (I a.C.)
•puro, incontaminado ἀήρ D.S.1.12, τὰς ἀρετὰς ἀφθόρους δοκεῖν εἶναι de las Musas, D.S.4.7.
II inmortal, imperecedero ἄφθορα νεκύων κτήματα τὰ μόνα παραμένοντα SEG 31.1072.3 (Heraclea del Ponto II/III d.C.), τὸ δὲ ἀγένητον ... ἀπροσδεὲς καὶ ἄ. ἔσται Meth.Creat.7.
III adv. ἀφθόρως = sin pérdida de virginidad ἐκ παρθένου ἁγίας γεννηθεὶς ἀσπόρως τε καὶ ἀφθόρως Aristid.Apol.15.1, cf. Meth.Sym.et Ann.M.18.369C, ἐκ μὲν τοῦ πατρὸς ἀχρόνως, ἐκ δὲ τῆς μητρὸς ἀφθόρως de Cristo, Rom.Mel.57.θʹ.6.
German (Pape)
[Seite 410] unverdorben, unschuldig, bes. von Jünglingen u. Mädchen, welche die Liede noch nicht genossen haben, Artemid. 5, 95 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non corrompu, pur.
Étymologie: ἀ, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἄφθορος: неиспорченный, невинный Diod., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφθορος: -ον, ὁ μὴ φθαρείς, ἁγνός, ἀθῷος, κυρίως ἐπὶ νέων καὶ νεανίδων ἀπείρων ἔτι τῶν ἀφροδισίων, Ἀρτεμίδ. 5. 95, Ἀνθ. Π. 9. 229.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφθορος, -ον)
αδιάφθορος, αγνός
αρχ.
ανόθευτος, άκρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φθορος < φθείρω (πρβλ. ανδροφθόρος, λαοφθόρος, οικοφθόρος].
Greek Monotonic
ἄφθορος: -ον, άφθαρτος, αμόλυντος, λέγεται για νέους ανθρώπους, σε Ανθ.
Middle Liddell
uncorrupt, of young persons, Anth.
Léxico de magia
-ον incorrupto, puro del muchacho que ayuda al mago en la práctica ὑπηρετοῦντος παιδὸς ἀφθόρου καὶ σιγὴν ἔχοντος, ἄχρις ἂν ἀπίῃ ὁ ἄγγελος con la ayuda de un niño puro que guarde silencio, hasta que se marche el ángel P I 87 ἔλαιον καλὸν καθαρὸν ῥαφάνινον ἐπίχεε παιδὶ ἀφθόρῳ γυμναζομένῳ vierte buen aceite puro de rábanos sobre un niño puro entrenado P II 56 ὑπὸ παιδὸς ἀφθόρου βαστάζεται (ταῦτα) esto es sujetado por un niño puro P V 376 ὁ δὲ παῖς ἔστω ἄ., καθαρός que el niño sea incorrupto, puro P VII 544