ἐκκενόω
English (LSJ)
poet. ἐκκεινόω,
A empty out, leave desolate, ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν A.Pers.761, cf. LXX Ps.136(137).7; clear out, οἴκημα Pl. Prt.315d; στωμυλίαν ἢ 'ξεκένωσε τὰς παλαίστρας Ar.Ra.1070; ἐκκενόω θυμὸν ἐς σχεδίαν γέροντος pour out one's spirit into Charon's boat, i.e. give up the ghost, Theoc.16.40; χολῆς περισσὸν..ἐ. τῶν ἐγκάτων App.Anth.3.158; ἐκκενόω ἰούς to shoot all one's arrows, AP6.326 (Leon.):—Pass., ἐκκενοῦμαι = to be left desolate, στένει γαῖ' Ἀσὶς ἐκκενουμένα A.Pers.549(lyr.), cf. Th.330 (lyr.); Ἀττικὴ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλης ἐκκενωθεῖσα Philostr.VS1.16.1; Μοιράων.. μίτος ἐξεκενώθη was exhausted, spun out, IG14.2002.
2 unsheath, μάχαιραν LXX Ez.5.2.
3 clear away, πέτρας Sammelb.4368.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐκκεινόω A.Pers.761
A tr.
I c. ac. del continente
1 vaciar, dejar vacío, de lugares dejar desierto τόδ' ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν A.Pers.761, τάς τε παλαίστρας Ar.Ra.1070, τοῦτο (οἴκημα) Pl.Prt.315d, θησαυροὺς μεγάλους ἐξεκένωσε D.C.59.2.5, en v. pas., c. gen. ἡ Ἀττικὴ ... τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλης ἐκκενωθεῖσα Philostr.VS 501, cf. Lib.Decl.40.22
•abs. devastar, asolar la ciudad de Jerusalén ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως ὁ θεμέλιος ἐν αὐτῇ LXX Ps.136.7, cf. quizá en v. pas. LXX Da.9.25θ (pero v. ἐκκαινόω)
•de una embarcación descargar ἣν ἐξεκενώσαμεν πρὸς τῷ ... Σαραπιείῳ PRyl.576.3 (III a.C.), en v. pas. ἀπόδειξις ἐκκενωθέντων recibo de mercancías descargadas, PKell.G.96.68 (IV d.C.)
•de frutos quitar la pulpa σικυωνίην μέσην διαταμών, ἐκκενώσας Hp.Loc.Hom.47
•de recipientes para líquidos vaciar τὴν ὑδρίαν εἰς τὸ ποτιστήριον LXX Ge.24.20, τὸν φακόν PMonac.57.15 (II a.C.), (τὸν πίθον) Them.Or.6.79c, τὸ κοινὸν ῥεῖθρον Str.4.6.7, en v. pas. μετρήσαντες οὖν τὸν ἐκκεκενωμένον τόπον Hero Metr.2.20.
2 fig., c. compl. de pers. dejar vacío, dejar solo μητέρας ἐξεκένωσεν por haberse quedado sin hijos, Call.Fr.26.14.
II c. ac. del contenido
1 sacar del todo, extraer μάχαιραν ἐκκενοῦν desenvainar la espada LXX Ez.5.2, 12, joyas de una caja PRyl.125.24 (I d.C.), piedras de una cantera IMEG 117 (I d.C.), c. dat. ἰοὺς ... γὰρ πλήθοντας ... φαρέτρης ... ἐξεκένωσ' ἐλάφοις vació contra los ciervos las flechas que llenaban su carcaj, AP 6.326 (Leon.), en v. pas. τὰ ἐκκενωθέντα τότε σιτάρια PFlor.184.15 (III d.C.)
•de líquidos derramar ἕτοιμος ... ἐκκενοῦν ἀθῶον αἷμα Ath.Al.H.Ar.44.1, en v. pas. μύρον ἐκκενωθὲν ὄνομά σου perfume derramado es tu nombre LXX Ca.1.3
•medic. y vet. evacuar, hacer salir αἷμα Hp.Mul.1.74, τὸ περιττόν Gal.1.644, cf. 8.371, Alex.Aphr.Pr.1.21, τὰ κόπρια Hippiatr.8.9, c. διά y gen. ἐκκενοῖ τὴν χολὴν δι' ἐμέτων Gal.15.746, cf. Orib.Eup.4.116.19, c. gen. de separación τὸ λουτρὸν ... χολῆς περισσὸν ἐκκενοῖ τῶν ἐγκάτων App.Anth.3.158, en v. pas. τὸ θερμὸν μετὰ τοῦ ἰχῶρος Hp.Hebd.28, τὸ πνεῦμα Chrysipp.Stoic.2.246, Gal.3.447, τὰ σιτία Alex.Trall.2.441.20.
2 expulsar ref. al hálito vital exhalar ἐπεὶ γλυκὺν ἐξεκένωσαν θυμὸν ἐς εὐρεῖαν σχεδίαν στυγνοῖο γέροντος Theoc.16.40.
3 fig., c. compl. de pers. aliviar, desahogar τοὺς ἀλγοῦντας ... ἐξεκένωσεν Ach.Tat.3.11.1
•c. compl. de abstr. amortiguar τὰς πληγάς I.BI 3.223.
B intr., gener. en v. med.-pas.
1 quedarse vacío de tierra, ciudad quedarse deshabitada βοᾷ δ' ἐκκενουμένα πόλις grita la ciudad que se despuebla A.Th.330, γαῖ' Ἀσὶς ἐκκενουμένα A.Pers.549
•medic., ref. a órganos vaciarse, evacuar humores, c. dat. ὁ ἐγκέφαλος ... κοιλίας ἔχει μεγάλας κατάντεσι πόροις ἐκκενουμένας Gal.11.276.
2 fig., c. suj. abstr. agotarse, acabarse Μοιράων ὁ τριπλοῦς μίτος ἐξεκενώθη en un epitafio IUrb.Rom.1329 (II/III d.C.), ἥ τε ὁρμὴ ἄμετρος καὶ προπετὴς ... ἐκκενοῦται ῥᾳδίως D.C.38.45.5.
German (Pape)
[Seite 762] ganz ausleeren, entleeren; οἴκημα Plat. Prot. 315 b; ἄστυ ἐξεκείνωσεν, verwüsten, Aesch. Pers. 747; ἐκκενουμένα πόλις, γαῖα, Spt. 312 Pers. 541; τείχη Agath. 62 (IX, 155); ἰούς, verschießen, Leon. Al. 11 (VI, 326); ἐκκενοῦν θυμὸν ἐς σχεδίην στυγεροῖο γέροντος, den Geist in Charons Nachen ausladen, ihn aufgeben, Theocr. 16, 40.
French (Bailly abrégé)
ἐκκενῶ :
vider, évacuer ; dévaster, dépeupler (une ville, un pays) acc..
Étymologie: ἐκ, κενόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκενόω: редко Aesch. ἐκκεινόω
1 делать пустым, очищать (от людей) (παλαίστρας Arph.; οἴκημα Plat.);
2 опустошать (ἄστυ и γαῖ᾽ Ἀσὶς ἐκκενουμένα Aesch.);
3 расходовать полностью (ἰούς Anth.): ἐκκενῶσαι θυμόν Theocr. испустить дух, умереть.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκενόω: ποιητ. ἐκκεινόω, κενώνω, ἀδειάζω, ἀφίνω ἔρημον, ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 761, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 31D· ἐπεὶ γλυκὺν ἐξεκένωσαν θυμὸν ἐς... σχεδίαν στυγνοῦ Ἀχέροντος (κατ’ ἄλλους στυγνοῖο γέροντος), ἀφοῦ ἐξεκένωσαν, δηλ. παρέδωσαν τὸ πνεῦμα εἰς τὸ πορθμεῖον τοῦ Χάρωνος, Θεόκρ. 16. 40· χολὴν, ἐκκενοῦν τῶν ἐγκάτων Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· ἰοὺς γὰρ πλήθοντας ἀεὶ … ἐξεκένωσ’ ἐλάφοις Ἀνθ. Π. 6. 326: ― Παθ., ἐρημοῦμαι, ἐγκαταλείπομαι, στένει γάρ, Ἀσιὰς ἐκκενουμένα Αἰσχύλ. Πέρσ. 549, πρβλ. Θήβ. 330· Μοιράων... μίτος ἐξεκενώθη, ἐξηντλήθη, ἐτελείωσεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 646α.
Greek Monotonic
ἐκκενόω: ποιητ. ἐκ-κεινόω, μέλ. -ώσω, αδειάζω, αφήνω κάτι έρημο, σε Αισχύλ.· ἐκκενοῦν θυμὸνἐς σχεδίαν γέροντος, παραδίδω το πνεύμα μου μέσα στο πλοιάριο του Χάροντα, δηλ. παραδίδω την ψυχή μου, σε Θεόκρ.· ἐκκ. ἰούς, ρίχνω όλα τα βέλη μου, σε Ανθ. — Παθ., εγκαταλείπομαι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. ἐκ-κεινόω fut. ώσω
to empty out, leave desolate, Aesch.; ἐκκενοῦν θυμὸν ἐς σχεδίαν γέροντος to pour out one's spirit into Charon's boat, i. e. give up the ghost, Theocr.; ἐκκ. ἰούς to shoot all one's arrows, Anth.:—Pass. to be left desolate, Aesch.