ἐκτυπόω

English (LSJ)

A model or work in relief, ἐν τῷ βάθρῳ τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ἐξετύπωσεν X.Eq.1.1:—Pass., οἱ ἐν στήλαις ἐκτετυπωμένοι Pl.Smp. 193a, cf. Ti.50d; οἱ ἐκτυπωθέντες these who are formed on this model, Isoc. 13.18; to be shaped, ἐν τῇ διεξόδῳ Hp.Prorrh.2.4; εἰς τὸν Πρίαπον Porph. ap. Eus.PE3.11; of the foetus, Agath.4.25.
II metaph. in Med., ἐκτυποῦσθαί τι εἰς ὕδωρ, etc., form an image of a thing in... Pl.Tht.206d, cf. Lg.775d.

Spanish (DGE)

1 representar en relieve τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ἐξετύπωσεν X.Eq.1.1, ἀνθρωπείαν εἰκόνα Thdt.Is.13.370, en v. pas. οἱ ἐν ταῖς στήλαις ... ἐκτετυπωμένοι Pl.Smp.193a
en metal prob. repujar ἐκτυπώσεις ἐν αὐτῷ ἐκτύπωμα σφραγῖδος repujarás en ello (una lámina de oro) el relieve de un sello con caracteres escritos, LXX Ex.28.36, cf. Aristeas 98, τὸ ἐκτυποῦν ὄργανον ref. al martillo, Gr.Nyss.Eun.3.2.33, en v. pas. κρατῆρες ἐκτετυπωμένοι καρυίσκους cálices repujados en relieve en forma de flores de almendro LXX Ex.25.33, 34
en un material maleable estampar, marcar, imprimir como un sello fig., gener. en metáf. e imágenes, en v. pas. τοῦτ' αὐτὸ ἐν ᾧ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται ref. la naturaleza como receptora de las improntas de muchos cuerpos, Pl.Ti.50d, εἰς γὰρ τὰς τῶν γεννωμένων ψυχὰς καὶ σώματα ἀναγκαῖον ἐκτυποῦσθαι Pl.Lg.775d, ref. pers. τοὺς ἐκτυπωθέντας καὶ μιμήσασθαι δυναμένους Isoc.13.18, ἰδέαν μίαν ἐκτυπουμένης ὁμοιότητος Plu.2.404c, ἡ ὕλη ἐκτυποῦται τὰς ἰδέας ἀπὸ τοῦ υἱοῦ, ... ὁ υἱὸς ἀπὸ τοῦ πατρός ἐξετυπώσατο Hippol.Haer.5.17.2, ῥήματα διὰ φωνῆς καὶ γλώττης ἐκτυπούμενα Gr.Nyss.Eun.2.553, cf. 3.2.146, Gr.Thaum.Pan.Or.1.22
producir una impresión, una impronta (φωνῆς) ἐκτυπούσης καθάπερ δακτυλίου εἰς κηρόν Chrysipp.Stoic.1.128
representar, reproducir a partir de un modelo τὸ μόνιμον αὐτῆς (Ὀγδοάδος) καὶ ἀΐδιον Iren.Lugd.Haer.1.17.2.
2 formar, modelar, componer οἱ τεχνῖται ... ἐκτυποῦσι τὸ βελτίον Clem.Al.Strom.7.16.95, νεφέλην τῇ Ἥρᾳ ... ἐκτυπῶσαι ὁμοίαν Sch.Pi.P.2.40b, en v. pas. διαχωρέειν μαλθακὸν ἐκτετυπώμενον hacer una deposición blanda y bien formada Hp.Prorrh.2.6, cf. 4, διὰ τούτων μόνως οἰώμεθα τὰς π[ρο] λήψεις ἐκτυποῦσθαι Phld.Po.5.30.31, τῆς σαρκὸς ἐκείνης ἐκτετυπώμενον σῶμα Hippol.Haer.8.10.7, (τὸ ἔμβρυον) ἐκτυπωθέν Agath.4.25.4
fig. representar, reflejar exactamente οἱ μὲν ποιηταὶ ... τὰ συμβεβηκότα ... ἐκτυποῦσιν D.H.Rh.10.17, cf. Epiph.Const.Haer.40.7.4, en v. pas. ἐκτυπούμενα τὰ εἴδη τοῦ προσώπου de la luna, Plu.2.920d, de los ídolos Ep.Diog.2.3, ἐκτυποῦται διὰ τῶν ἑτέρωθι λεχθέντων está representado por lo dicho en otro lugar Ph.1.684, (σπερματικὸς λόγος) εἰς τὸν Πρίηπον ἐκτετυπωμένος Porph.Fr.358.43
en v. med. mismo sent. ὥσπερ εἰς κάτοπτρον ... τὴν δόξαν ἐκτυπούμενον εἰς τὴν διὰ τοῦ στόματος ῥοήν reflejando la opinión en el flujo hablado como en un espejo Pl.Tht.206d.

German (Pape)

[Seite 784] aus-, abdrücken, bes. von erhabener Arbeit, ausprägen; οἱ ἐν ταῖς στήλαις κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένοι Plat. Conv. 193 a; ἐν τῷ βάθρῳ τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ἐξετύπωσεν Xen. Equ. 2, 1. Auch im med., ὥσπερ εἰς κάτοπτρον τὴν δόξαν εἰς τὴν διὰ τοῦ στόματος ῥοήν, abbilden, Plat. Theaet. 206 c, vgl. Legg. VI, 775 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ἐκτυπῶ :
f. ἐκτυπώσω, ao. ἐξετύπωσα, pf. inus.
Pass. seul. part. ao. et pf.
1 modeler, tailler en relief, relever en bosse;
2 façonner d'après un modèle.
Étymologie: ἔκτυπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτῠπόω:
1 изображать в виде рельефа (τὰ ἔργα τινὸς ἔν τινι Xen.; ἐν ταῖς στήλαις ἐκτετυπωμένος Plat.);
2 med. отражаться (ὥσπερ εἰς κάτοπτρον Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτῠπόω: ἐξεργάζομαί τι οὕτως ὥστε νὰ ἐξέχῃ τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας, ἐν τῷ βάθρῳ τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ἐξετύπωσεν Ξεν. Ἱππ. 1. 1: - Παθ., οἱ ἐν στήλαις ἐκτετυπωμένοι Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Τίμ. 50D· οἱ ἐκτυπωθέντες, οἱ κατὰ τοῦτον τὸν τύπον ἐσχηματισμένοι, Ἰσοκρ. 294Ε. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκτυποῦσθαί τι εἰς ὕδωρ, κτλ., σχηματίζειν εἰκόνα πράγματός τινος ἐπάνω εἰς..., Πλάτ. Θεαίτ. 206D, πρβλ. Νόμ. 775D.

Greek Monotonic

ἐκτῠπόω: μέλ. -ώσω, διαμορφώνω, πλάθω ή δουλεύω, επεξεργάζομαι σε ανάγλυφο, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἔκτῠπος] fut. ώσω
to model or work in relief, Xen.