ἐξᾴδω
English (LSJ)
A sing out, sing one's last song, of the swan, Pl.Phd. 85a; of Arion, Plu.2.161c; ἐξᾴσας τὸ κύκνειον Plb.31.12.1.
2 sing the ἔξοδος, of a chorus, Plot.6.9.8.
II trans., sing away by means of a spell, Luc.Philops.16; disenchant, Id.Trag.173:—Pass., ὑπό τινος J.AJ6.8.2.
2 sing of, laud, E.Tr.472.
Spanish (DGE)
I 1cantar la despedida, entonar el canto último o postrero del cisne φασιν αὐτοὺς (κύκνους) θρηνοῦντας τὸν θάνατον ὑπὸ λύπης ἐξᾴδειν Pl.Phd.85a, ἐ. τῷ βίῳ cantar la última canción a la vida Plu.2.161c, βούλοιντο ἂν αὐτὸν ἐξᾷσαι querrían que muriera cantando Synes.Dio 12
•c. ac. int., prov. ἐξᾴσας τὸ κύκνειον entonando el canto del cisne, e.d., hacer una última petición, Plb.31.12.1, ὡς ἤδη τὸ κύκνειον ἐξᾴδουσι ref. al final de una carrera política, Iul.Ep.112.385c.
2 exorcizar con cantos, arrojar los males o los malos espíritus de alguien, abs. hacer encantamientos ἐξᾴδειν δυνάμενος I.AI 6.166, glos. a γοητεύει Hsch.
•c. ac. de aquello que se expulsa hacer salir con encantamientos τὰ φάσματα Luc.Philops.16, τὰ κακά D.Chr.33.61, τὰ κακὰ πρὸς ἀπιστίαν τῶν ἀνοήτων ἐξᾴδων Ath.Al.Decr.40.16
•c. ac. de la persona a la que se exorciza hacer salir los espíritus de, desencantar τῷ ψαλμῷ καὶ τοῖς ὕμνοις ἐξᾴδειν αὐτόν I.AI 6.214, Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει Luc.Trag.173
•en v. pas., c. suj. de pers. ἐξῄδετο ὑπ' αὐτοῦ I.AI 6.168, ἐξᾳσθεῖσα ὑπὸ τῆς ἱερείας TAM 5.331.3 (Lidia, imper.).
3 simpl. cantar c. ac. externo τἀγαθά de un canto de alabanza, E.Tr.472, cf. Chr.Pat.534, c. ac. int. ὕμνον οὐράνιον ἐξᾴδοντες Hsch.H.Hom.3.1.11, de cantos burlescos ταῦτα τότε μετασχηματίζοντες ἐς τὸ γελοιότατον ἐξῇδον D.C.73.2.3, τοῦ ἐχθροῦ τὰ ᾄσματα πανταχοῦ ἐξάσουσι Hippol.Consumm.7, «ἄμελγε γάλα καὶ ἔσται βούτυρον» ὁ τοῦ Σολομῶνος ἡμῖν ἐξᾷδει λόγος Cyr.Al.Dial.Trin.421e.
II abs. desentonar οἷον χορὸς ἐξᾴδων como cuando desentona el coro en una comparación, Plot.6.9.8.
German (Pape)
[Seite 862] (s. ἀείδω), heraussingen; τοὺς κύκνους ὑπὸ λύπης ἐξᾴδειν, in Gesang ausbrechen, oder mit Gesang sterben, Plat. Phaed. 85 a, wonach Pol. sagt ἐξᾴσας τὸ κύκνειον, 31, 20, 1; – besingen, preisen, Eur. Tr. 472; – durch Gesänge vertreiben, wegzaubern, Luc. Philops. 16 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξᾴσομαι;
1 exhaler son dernier chant;
2 dissiper un charme par des chants.
Étymologie: ἐξ, ᾄδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾴδω: (fut. ἐξᾴσομαι)
1 (перед смертью), запевать, петь, (τὸ κύκνειον Polyb.): τοὺς κύκνους ἐξᾴδειν Plat. (говорят, что) лебеди перед смертью поют;
2 досл. воспевать, славить, перен. с радостью вспоминать (τἀγαθά Eur.);
3 отгонять пением (τὰ φάσματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι: ᾄδω τὸ τελευταῖόν μου ᾆσμα, ἐπὶ τοῦ κύκνου, θρηνοῦντας (τοὺς κύκνους) τὸν θάνατον ὑπὸ λύπης ἐξᾴδειν Πλάτ. Φαίδων 85Α, Πλούτ. 2. 161C· ἐξᾴσας τὸ κύκνειον Πολύβ. 31. 20, 1. ΙΙ. μεταβ., διὰ μαγικῶν ᾀσμάτων ἀπαλλάσσω τινὰ τοῦ κατέχοντος αὐτὸν δαιμονίου ἢ πάθους, «ξεμαγεύω», Λατ. decantare, Λουκ. Φιλοψ. 16, Τραγῳδοπ. 172. 2) διηγοῦμαι ἐν ᾠδῇ, πρῶτον μὲν οὖν τἀγάθ’ ἐξᾷσαι φίλον Εὐρ. Τρῳάδ. 472.
Greek Monolingual
ἐξᾴδω (Α) ᾴδω
ψάλλω, τραγουδώ
αρχ.
1. (για κύκνο) τραγουδώ το τελευταίο μου τραγούδι
2. (για χορό τραγωδίας) τραγουδώ την έξοδο
3. διώχνω κάτι με τραγούδια, ξεματιάζω («οὕτω... ἐξᾴδοντες καὶ τὰ φάσματα», Λουκιαν.)
4. διηγούμαι τραγουδώντας («πρῶτον μὲν οὖν μοι τἀγαθ' ἐξᾷσαι φίλον», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι,
I. αποχαιρετώ με τραγούδια, τραγουδώ το τελευταίο μου άσμα, λέγεται για τον κύκνο, σε Πλάτ.
II. μτβ., ψάλλω, διηγούμαι με ωδή, επαινώ, εγκωμιάζω, εξυμνώ, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. -ᾴσομαι
I. to sing out, sing one's last song, of the swan, Plat.
II. trans. to sing of, laud, Eur.