ἐπείρομαι

English (LSJ)

inf. ἐπείρεσθαι v.l. in Hdt.7.101, al.: impf.
A -είρετο Id.3.22, al.: fut. -ειρήσομαι Id.1.67, al.: used by Att. only in fut. -ερήσομαι Ar.Lys.98, Pl.32, and aor. -ηρόμην, inf. -ερέσθαι, S.OC557 (prob.), Th.8.29, etc.; Ion. ἐπειρέσθαι Hdt.1.19, al.:—ask besides or again, τοῦτο X.Cyr.6.3.10.
II c. acc. pers., ask or question him besides, τι about a thing, Ar.Lys.98, v.l. in Hdt.7.101; περί τινος Id.1.158; with relat., ἐ. ὅ τι σιτέεται ὁ βασιλεύς Id.3.22; ὅντινα τρόπον Id.4.161.
2 esp. inquire of a god, τὸν θεόν Id.1.19; ἐπήροντο τὸν θεόν, εἰ παραδοῖεν.. Th.1.25; ἐπερησόμενος ᾠχόμην ὡς τὸν θεόν Ar.Pl. 32; ἔπεμπον τὴν ἐς θεὸν ἐπειρησομένους τὸν χῶρον Hdt.1.67; question a person, S. l.c.
3 ask the people for their opinion, τὴν γνώμην Pl.Ax.368d, cf. D.22.5.

German (Pape)

[Seite 911] ion. = ἐπέρομαι, Her. 1, 30.

French (Bailly abrégé)

v. ἐπέρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείρομαι: ἀπαρ. -είρεσθαι Ἡρόδ. 1. 19, 86 κ. ἀλλ.: παρατ. -είρετο 3. 22, κ. ἀλλ.: μέλλ. -ειρήσομαι 1. 67, κ. ἀλλ.· ― ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μόνον ἐν τῷ μέλλ. ἐπερήσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 98, Πλ. 32, καὶ ἀορ. -ηρόμην, ἀπαρ. -ερέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 557, Θουκ., κλ.· ― ἐρωτῶ προσέτι, τοῦτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα Ξεν. Κυρ. 6. 3, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐρωτῶ ἐκ νέου περί τινος πράγματος, ἐπειρησομένους τὸν χῶρον Ἡρόδ. 1. 67., 7. 101, Ἀριστοφ. Λυσ. 98· περί τινος Ἡρόδ. 1. 158· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐπ. ὅ τι σιτέεται ὁ βασιλεὺς ὁ αὐτὸς 3. 22· ἐπ. εἰ..., πότερα..., Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 161. 2) ἐρωτῶ, ἰδίως τὸν θεόν, ἔδοξε... τὸν θεὸν ἐπείρεσθαι περὶ τῆς νούσου ὁ αὐτὸς 1. 19, Ἀριστοφ. Πλ. 32, Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἐρωτῶ τινα ὅπως με εἴπῃ τι, θέλω ἐπερέσθαι... τίνα, κτλ., Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) ἐρωτῶ ἢ ζητῶ τὴν γνώμην τοῦ δήμου, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, πρβλ. Δημ. 594. 26. ― Πρβλ. ἐπανείρομαι.

Greek Monolingual

ἐπείρομαι (AM)
1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῦτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.)
2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ' ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.)
3. ρωτώ κάποιον να μού πει
4. ρωτώ για να μάθω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είρομαι (μέση φωνή του ρ. είρω) «ερωτώ»].

Greek Monotonic

ἐπείρομαι: Ιων. αντί ἐπ-έρομαι.