ἔνδημος

English (LSJ)

ἔνδημον,
A dwelling in a place, native, Hes.Op.225, Thgn. 794, etc.; ἔνδημος παρών = being here at home, A.Ch.570; ἐνδημότατοι = the greatest stay-at-homes, opp. ἀποδημηταί, Th.1.70.
2 of things, βοὴ ἔνδημος = intestine war, A.Supp.683 (lyr.); πόλεμοι D.H.8.83; τὰ ἔνδημα = home affairs, opp. τὰ ὑπερόρια, Arist.Pol.1285b14; ἀρχαί (opp. ὑπερόριοι) Id.Ath.24.3, cf. Aeschin.1.45, Foed. ap. Th.5.47; endemic, νοσήματα Gal.15.429, 17(1).11; also τὰ ἔνδημα βιβλία applied to the surgical treatises of Hippocrates, Pall.in Hp.Fract.12.271C.

  1. Numbered list item

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἔνδαμος ICr.3.6.7B.5 (Preso III a.C.), Sokolowski 3.173.22 (Cos III/II a.C.)
I de pers.
1 ciudadano, habitante de un lugar, op. ξεῖνοςextranjero’, ‘forastero’, Hes.Op.225, Thgn.794, AP 7.440 (Leon.), IG 22.3606.29 (II d.C.)
subst. ὁ ἔ. habitante del lugar, BGU 1024.6.19 (IV d.C.)
nativo, indígena οὐδεὶς ἐκείνων κάτοικος, οὐδεὶς ἔ. ἐστιν, ἀλλὰ παρεπίδημος Didym.in Ps.280.23.
2 que se encuentra en casa o en la ciudad y no de viaje ἔ. παρών A.Ch.570, op. ἀποδημητής Th.1.70, οἱ πολίται ἔνδημοι τε καὶ ἀπόδημοι IG 12(5).667.19 (Siro III a.C.), cf. ICr.l.c., Sokolowski l.c., ξένοι οἱ ἔνδημοι los extranjeros residentes Aen.Tact.10.13, οὐκ ἔ. ἦν, ἀλλ' ἀπεδήμει εἰς Χάονας Themist.Ep.5, cf. Plu.2.342b, ἔνδημον γὰρ χρὴ εἶναι τὸν ἐφηβεύοντα Artem.1.54.
II de abstr.
1 (que sucede) dentro de la ciudad, βοὰ ἔνδημος = guerra civil, intestina A.Supp.683, cf. D.H.8.83.
2 propio de la ciudad, de la ciudad, local ἔνδημοι ἀρχαί = magistraturas de la ciudad Trat. en Th.5.47, op. ὑπερόριοι Arist.Ath.24.3, en uso pred. μηδὲ ἀρξάτω ἀρχὴν μηδεμίαν ... μήτ' ἔνδημον μήτ' ὑπερόριον Aeschin.1.19.
3 del campo, del territorio dependiente de la ciudad, neutr. subst. τὰ ἔνδημα = los asuntos del campo op. τὰ κατὰ πόλινlos asuntos de la ciudad’ y τὰ ὑπερόρια ‘los asuntos exteriores’, Arist.Pol.1285b14.
III medic.
1 endémico ὅσα (νοσήματα) πλεονάζει διὰ παντὸς ἔν τινι χώρᾳ, ἅπερ δὴ καὶ ἔνδημα προσαγορεύεται Gal.17(1).11, cf. 15.429.
2 neutr. subst. τὰ ἔνδημα (sc. βιβλία) otro n. de los Libros de las Epidemias de Hp., Pall.in Hp.Fract.18.24, 27.

German (Pape)

[Seite 833] im Volke, einheimisch; Aesch. Suppl. 666; παρών Ch. 563; Gegensatz ξένος, Hes. O. 223; ἀποδημηταί entgeggstzt den ἐνδημοτάτοις, die am meisten zu Hause bleiben, Thuc. 1, 70; bei Aesch. 1, 20. 21 steht ἀρχὴ ἔνδ. der ὑπερόριος entgegen; πόλεμος, Bürgerkrieg, D. Hal. 8, 83; – dem Volke eigenthümlich, national, νοσήματα Hippocr. – Übh. daseiend, auch von Fremden, Aen. Tact. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 originaire d'un pays, indigène;
2 qui reste dans son pays, casanier, sédentaire;
3 qui a lieu entre habitants d'un même pays en parl. de guerre civile.
Étymologie: ἐν, δῆμος.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδημος:
1 местный, туземный (ἀρχαί Thuc., Xen.; δίκας ξείνοισι καὶ ἐνδήμοισι διδόναι Hes.; πράξεις Arst.): τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὑπερόρια Arst. дела внутренние и внешние; βοὰ ἔ. Aesch. внутренние раздоры, междоусобия;
2 пребывающий дома: ἔ. παρών Aesch. находящийся дома (у себя); ἀποδημηταὶ πρὸς ὑμᾶς ἐνδημοτάτους Thuc. они склонны к странствиям, а вы чрезвычайно привязаны к домашнему очагу.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδημος: -ον, ἐγχώριος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ξένος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 223, Θέογν. 792, κτλ.· ἔνδ. παρών, εὑρισκόμενος κατ’ οἶκον, Αἰσχύλ. Χο. 570· ἐνδημότατος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ πατρίδι διαμένων, ἀντίθετον τῷ ἀποδημητής, Θουκ. 1. 70. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βοάν τ’ ἔνδημον, «ἐμφύλιον μάχην» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 682· πόλεμοι Διον. Ἁλ. 8. 83· τὰ ἔνδημα, τὰ πράγματα τοῦ τόπου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑπερόρια, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 13. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ δήμῳ, ὁ τῆς πόλεως, ὀμνύντων δὲ Ἀθήνησι μὲν ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἔνδημοι ἀρχαὶ Θουκ. 5. 47, παρ’ Αἰσχίν. 3. 34· ἐπὶ νοσημάτων, ὅσα πλεονάζει διὰ παντὸς ἔν τινι χώρᾳ, ἅπερ δὴ καὶ ἔνδημα προσαγορεύεται Γαλην. Ὑπομνήμ. εἰς Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, τομ. 17. σ. 11, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

ἔνδημος, -ον (Α)
1. εντόπιος, εγχώριος
2. αυτός που παραμένει στην πατρίδα του και δεν ταξιδεύει
3. εκείνος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του
4. ο εμφύλιος («ἔνδημοι πόλεμοι», «ἔνδημος βοά»)
5. αυτός που ανήκει στην πόλη («αἱ ἔνδημοι ἀρχαί»)
6. (για νόσο) ο ενδημικός.

Greek Monotonic

ἔνδημος: -ον, I. αυτός που διαμένει στην πατρίδα του, εγχώριος, ντόπιος, ενδημικός, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ἐνδημότατος, αυτός που διαμένει, που ζει ως επί το πλείστον στην πατρίδα του, σε Θουκ.
II. αυτός που ανήκει στο λαό, στο δήμο, αυτός που ανήκει στην πόλη, εθνικός, στον ίδ.

Middle Liddell

ἔν-δημος, ον adj
I. dwelling in a place, a native, Hes., etc.; ἐνδημότατος the greatest "stay-at-home, " Thuc.
II. of or belonging to a people, national, Thuc.

English (Woodhouse)

stay-at-home, at home, opposed to foreign

Lexicon Thucydideum

domi manens, staying at home, 1.70.4,
domesticus, belonging to the household, 5.47.9.