ἡσυχαστής
English (LSJ)
ἡσυχαστοῦ, ὁ, hermit, Just. Nov.5.3.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, der Einsiedler, der still lebende Mönch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσῠχαστής: -οῦ, ὁ, ἐρημίτης, μοναχός, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 29Ε, κλ. 2) ὁ ἐπιστάτης σιγῇς ἐν μοναστηρίῳ, ὁ καὶ σιλεντιάριος λεγόμενος ἐκ τοῦ Λατ. silentiarius, Ψευδο-Βασιλ. ΙΙΙ. 1312Β, C, 1313Β.
Greek Monolingual
ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) ησυχάζω
1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση
2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση της τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος
μσν.
1. (και στον πληθ.) οἱ ἡσυχασταί
μυστικιστές μοναχοί του Αγίου Όρους κατά τον 14ο αιώνα που δογμάτιζαν την ένωση με το θείο φως σε κατάσταση υπνωτισμού και εκστάσεως
2. θηλ. ἡ ἡσυχάστρια α) μοναχή, καλογριά
β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) η καθησυχάζουσα, η επιφέρουσα την ησυχία, τη γαλήνη, την ηρεμία.