ἰδανικός

English (LSJ)

[ῐ], ή, όν, (ἰδεῖν, ἰδέα) existing in idea, κόσμος Ti.Locr.97d.

German (Pape)

[Seite 1235] nur in der Vorstellung vorhanden, ideell, κόσμος Tim. Locr. 97 d.

Russian (Dvoretsky)

ἰδᾰνικός: умозрительный, идеальный (κόσμος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδᾰνικός: ῐ, ή, όν, (ἰδεῖν, ἰδέα) ὑπάρχων μόνον κατ’ ἰδέαν, ἰδεώδης, κόσμος Τίμ. Λοκρ. 97D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰδανικός, -ή, -όν)
αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ' ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον»)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο ιδεώδης, ο εξαιρετικός
2. (το ουδ, εν. ή πληθ. ως ουσ.) το ιδανικό, τα ιδανικά
α) καθετί που θεωρείται τέλειο ή υψηλός σκοπός ο οποίος δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί («έπεσε αγωνιζόμενος για τα ιδανικά της πατρίδας»)
β) τελικός πόθος, επιδίωξη
3. φρ. «ιδανικό αέριο» — το αέριο που ικανοποιεί ακριβώς τους απλούς νόμους τών αερίων, δηλ. τους νόμους Σαρλ, Γκαι-Λυσάκ και Αβογκάντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανός «όμορφος». Η χρήση της λ. ιδανικός στη Νέα Ελληνική με σημ. «πρότυπος, τέλειος» είναι παρόμοια με αυτήν της λ. ιδεώδης. Και οι δύο αυτές λ. (ιδανικός, ιδεώδης) είναι σημασιολογικά συγγενείς με τη σημ. «ιδέα»].