ἶπος
English (LSJ)
ἡ (so in Pi. l.c.) or τό (Eust.844.39), in a mouse-trap,
A the piece of wood that falls and catches the mouse, Ar.Pl. (815?)ap.Poll. 10.155, Id.7.41, Eust.16.40,etc. cf. εἶπος.
2 any weight, fuller's press, Archil.169; ἶ. ἀνεμόεσσα, of Aetna as the weight which holds Typhoeus down, Pi.O.4.8; press used in surgery, Hp.Mochl.38. (Perh. cf. ἴπτομαι.)
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, auch ἡ (ἴπτομαι), 1) das Stellholz in der Mausefalle und diese selbst, VLL.; vgl. B. A. 44. – 2) das Lastende, die Belastung; Τυφῶνος ἶπος ἀνεμόεσσα heißt der Aetna Pind. Ol. 4, 8, die umstürmte Belastung des T.
French (Bailly abrégé)
1ου (ἡ) :
poids.
Étymologie: DELG vieux mot disparu, sans étym.
2ους (τό) :
poids.
Étymologie: DELG vieux mot disparu, sans étym.
Russian (Dvoretsky)
ἶπος: ὁ, ἡ тяжесть, груз: Αἴτνα ἶ. Τυφῶνος Pind. Этна, придавившая Тифона (который, будучи убит молнией Зевса, был погребен под этой горой).
Greek (Liddell-Scott)
ἶπος: ὁ, ἐνίοτε ἡ, (ἴπτομαι) ἐν τῇ μυάγρᾳ (παγίδι τῶν ποντικῶν), τὸ πῖπτον ἐπὶ τοῦ ποντικοῦ ξύλον καὶ κατέχον αὐτόν, «τὸ ἐμπῖπτον τοῖς μυσὶ ξύλον» Ἡσύχ., Πολυδ. Ζ΄, 41, Εὐστ. 16. 40, κλ.· ἴδε εἶπος. 2) πᾶν βάρος, τὸ πιεστήριον τοῦ κναφέως, Ἀρχίλ. 159· ἐν Πινδ. Ο. 4. 11 ἡ Αἴτνη καλεῖται ἶπος ἀνεμόεσσα, τὸ βάρος ὅπερ πιέζει καὶ κρατεῖ εἰς τὴν θέσιν του τὸν Τυφωέα· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
English (Slater)
ἶπος (ἡ) weight that presses Αἴτναν ἶπον ἀνεμόεσσαν ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος ὀβρίμου (O. 4.7)
Greek Monolingual
ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ)
το κομμάτι του ξύλου της ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό
αρχ.
1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει
2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική
3. το πιεστήριο του γναφέα, αυτού που κατεργάζεται τα δέρματα και πλένει τα μαλλιά τών δερμάτων
4. η Αίτνα, ως βάρος που πιέζει και κρατεί στη θέση του τον Τυφώνα ή Τυφωέα, προσωποποίηση της λαίλαπας και τών ηφαιστειακών εκρήξεων («ἶπος ἀνεμόεσσα», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. ίπτομαι, ιπώ).
Greek Monotonic
ἶπος: ἡ ή τό(ἴπτομαι), αυτός που βρίσκεται στην ποντικοπαγίδα, κομμάτι ξύλου που πέφτει και πιάνει το ποντίκι· γενικά, κάθε είδους βάρος, σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (n.)
Meaning: press, fuller's press, in a mouse-trap etc. (for medical purposes) (Pi., Archil., Hp., Ar.).
Other forms: A primary aorist ἴψασθαι with the future ἴψεται (Α 454 = Π 237, Β 193), rather squeese, oppress than damage (= φθεῖραι, βλάψαι H.); pres. ἴπτω = βλάπτω onl EM 481, 3.
Compounds: Denomin. verb ἰπόω, also with ἀπ-, ἐξ-, press (Hdt., Hp., A.); with ἴπωσις pressing, pressure (Hp.), ἰπωτήριον oil-press, wine-press (pap.), bougie (medic.), ἰπωτρίς pressing (σπάθη, medic.), ἐξιπωτικός pressing out (Gal.).
Derivatives: Denomin. verb ἰπόω, also with ἀπ-, ἐξ-, press (Hdt., Hp., A.); with ἴπωσις pressing, pressure (Hp.), ἰπωτήριον oil-press, wine-press (pap.), bougie (medic.), ἰπωτρίς pressing (σπάθη, medic.), ἐξιπωτικός pressing out (Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Acc. to Solmsen Wortforsch. 172ff. (details) to Lat. adv. vix hardly; against this W.-Hofmann s. v. Not to Lat. īcō slay (Curtius 461), nor to ἰάπτω (s. v.). One could compare ἰψών δεσμωτήριον H.
Middle Liddell
ἴπτομαι
in a mouse-trap, the piece of wood that falls and catches the mouse: generally any weight, Pind.
Frisk Etymology German
ἶπος: {ĩpos}
Grammar: f. (n.)
Meaning: ‘Presse (zum Walken, zu medizinischen Zwecken usw.), schweres Gewicht im allg.’ (Pi., Archil., Hp., Ar. usw.).
Composita : Denominatives Verb ἰπόω, auch mit ἀπ-, ἐξ-, pressen, drücken (Hdt., Hp., A., Kom. usw.); davon ἴπωσις das Pressen, Druck (Hp.), ἰπωτήριον Ölpresse, Kelter (Pap.), Kathete (Mediz.), ἰπωτρίς pressend, drückend (σπάθη, Mediz.), ἐξιπωτικός auspressend (Gal.).
Derivative: Daneben der primäre Aorist ἴψασθαι mit dem Futurum ἴψεται (Α 454 = Π 237, Β 193), eher drücken, bedrängen als schädigen (= φθεῖραι, βλάψαι H. u. a.); Präs. ἴπτω = βλάπτω nur EM 481, 3.
Etymology : Unerklärt. Nach Solmsen Wortforsch. 172ff. (wo wichtige Einzelheiten) zum lat. Adv. vix kaum; dagegen W.-Hofmann s. v. Nicht zu lat. īcō schlagen (Curtius 461), auch nicht zu ἰάπτω (s. d.).
Page 1,733