ὠκύαλος
English (LSJ)
[ῠ], ον, perhaps
A sea-swift, speeding o'er the sea, epithet of a ship, Il.15.705, Od.12.182, 15.473, S.Aj.710 (lyr.), Mosch.2.60.
2 later, generally, swift, violent, ῥιπή Opp.H.2.535, cf. Pi.Parth.2.19. (It is doubtful whether -αλος comes from ἅλς; see opinions of D.H. and Hdn.Gr. ap. Sch.Il. l.c.)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui navigue rapidement sur mer.
Étymologie: ὠκύς, ἅλς¹.
German (Pape)
meerschnell, schnell durch das Meer hin eilend; Beiwort des Schiffes, Il. 15.705, Od. 12.182, 15.473; Soph. Aj. 696 und folgde Dichter, Ep.adesp. 736 (APP 269); später überhaupt schnell, heftig, ῥιπή Opp. Hal. 2.535.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύᾰλος: ἅλλομαι быстроходный, стремительный (ναῦς Hom., Soph., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύᾰλος: -ον, (ἅλις) ὁ ταχέως ἐπὶ τῆς θαλάσσης πλέων, σπεύδων, ἐπίθ. πλοίου, Ἰλ. Ο. 705, Ὀδ. Μ. 182., Ο. 472, Σοφ. Αἴ. 710, Μόσχ. 2.60· - μεταγεν. καθόλου, ὡς τὸ ὠκύς, ταχύς, ὁρμητικός, ῥιπὴ Ὀππ. Ἀλ. 2.535.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὠκύαλος swift over the sea (Maas) ὠκύαλοντε πόντου[ῥ]ιπὰν ἐτάραξε Παρθ. 2. 19.
Greek Monolingual
ο / ὠκύαλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αραχνιδίων
αρχ.
1. ταχύπλοος («ὠκυάλων νεῶν», Σοφ.)
2. ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παράγωγο του επιθ. ὠκύς «γρήγορος» με κατάλ. -αλος (πρβλ. ὁμαλός) και αναβιβασμό του τόνου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, είναι σύνθ. < ὠκύς + ἅλλομαι «σκιρτώ, αναπηδώ» ή ἅλς «Θάλασσα» (πρβλ. Ἀμφίαλος). Η λ. μαρτυρείται πιθ. στο μυκην. ανθρωπωνύμιο okunawo. Ως όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocyalus].
Greek Monotonic
ὠκύᾰλος: -ον, αυτός που πλέει γρήγορα στη θάλασσα, αυτός που αναπτύσσει ταχύτητα πάνω στη θάλασσα, επίθ. που χρησιμοποιείται για πλοίο, σε Όμηρ., Σοφ.
Middle Liddell
ὠκύ-ᾰλος, ον, [ἅλς]
sea-swift, speeding o'er the sea, of a ship, Hom., Soph.