faint
English > Greek (Woodhouse)
adjective
indistinct: P. ἀμυδρός, V. ἀμαυρός; see dim.
weak physically: P. and V. ἀσθενής, P. ἀπειρηκώς, ἄρρωστος, V. ἄναλκις, ἄναρθρος.
Met., slight: P. and V. λεπτός, ὀλίγος, βραχύς, μικρός, σμικρός.
substantive
See swoon.
verb intransitive
flag: P. and V. ἀπειπεῖν, παρίεσθαι, κάμνειν (rare P.), προκάμνειν (rare P.), P. παραλύεσθαι, ἐκλύεσθαι, ἀποκάμνειν, ἀπαγορεύειν.
swoon: λιποθυμέω, P. λιποψυχεῖν, λιποψυχέω, V. προλείπω, προλείπειν, ἀποπλήσσομαι, ἀποπλήσσεσθαι, ἀποπλήσσω, P. and V. ἐκθνήσκειν, ἐκθνῄσκω, ἐκθνήσκω (Plato), Ar. ὡρακιᾶν, ὡρακιάω.
I swoon and my limbs faint: V. προλείπω λύεται δέ μου μέλη (Euripides, Hecuba 438).
lose heart: P. and V. ἀθυμέω; see despond.