ανάπλαση

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνάπλασις)
1. αναμόρφωση, ανασχηματισμός, αναδημιουργία
2. μεταρρύθμιση, βελτίωση
(Εκκλ.) η αναγέννηση που συντελείται με το βάπτισμα (ηθική και πνευματική
νεοελλ.
1. ηθική βελτίωση, αναμόρφωση
2. (στην ψυχολ.) αναδημιουργία στη συνείδηση παραστάσεων που προϋπήρξαν
αρχ.
1. σχηματισμός, δημιουργία
2. σχηματισμός εικόνων με τη φαντασία.