αποκρούω

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποκρούω) κρούω
1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου
2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα)
3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι
4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον)
μσν.-νεοελλ., (-ομαι)
απομακρύνω, εξουδετερώνω
αρχ.-μσν.
εκδιώκω κάποιον από κάπου
αρχ.
(-ομαι)
1. πέφτω κάτω (από άλογο)
2. (για αγγείο) σπάω.