αγροικία

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀγροικία) ἄγροικος
συμπεριφορά που αρμόζει σε αγροίκο, τραχύτητα, σκαιότητα, χωριατιά
(νεοελλ. -αγροικιά) μωρία, ανοησία, απείθεια, ανυπακοή
αρχ.
ύπαιθρος, επαρχία σε αντίθεση προς την πρωτεύουσα ή την πόλη.———————— (II)
η (Α ἀγροικία)
εξοχική οικία, έπαυλη, οικία σε αγρόκτημα (στα αρχ. στον πληθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρὸς + οἰκία.