αντιγράφω
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
(AM ἀντιγράφω)
νεοελλ.
1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω
2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης
3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος
β) μιμούμαι.
αρχ.
1. γράφω εναντίον κάποιου
2. απαντώ εγγράφως
3. περιγράφω
4. μέσ. ἀντιγράφομαι
α) κάνω κι εγώ καταγγελία. β) υποβάλλω ένσταση
γ) διατηρώ αντίγραφο λογαριασμού.