Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άσφαλτος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἄσφαλτος, η, ο και ἄσφαλτον, το)
μαύρο ή καφέ πετρελαιογενές υλικό με υφή που ποικίλλει από παχύρρευστο υγρό ως στερεό
αρχ.
ἄσφαλτος
1. πίσσα
2. είδος πετρελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ρηματικό επίθ. του σφάλλω με στερητικό α- και ενεργητική σημασία «αυτός που εμποδίζει το γλίστρημα, το πέσιμο». Μια τέτοια ετυμολόγηση εξηγείται από το γεγονός ότι η άσφαλτος χρησιμοποιήθηκε πιθ. ως συνεκτική ύλη που προστάτευε τα τείχη από το «σφάλλεσθαι», δηλ. από το να γκρεμιστούν. Η υπόθεση ότι η λ. είναι σημιτικό δάνειο δεν είναι ικανοποιητική, παρ' όλο που η άσφαλτος χρησιμοποιήθηκε ως κονίαμα, τεχνική που δεν έχει ελληνική προέλευση. Η λ. άσφαλτος, άσφαλτον έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία
πρβλ. αγγλ. asphalt, γαλλ. asphalte, γερμ. Asphalt, τύποι που συνετέλεσαν στον σχηματισμό νέων επιστημονικών όρων, αρκετοί από τους οποίους παρελήφθησαν ως δάνεια από την ελληνική
πρβλ. αγγλ. asphalt mastic, γερμ. Asphaltmastix (ελλ. ασφαλτομαστίχη), αγγλ. asphalt cement, γερμ. Asphaltbeton, γαλλ. asphaltene > αγγλ. asphaltene) (ελλ. ασφαλτένιο) κ.ά.
ΠΑΡ. ασφαλτίτης, ασφαλτώνω (-ώ), ασφαλτώδης
νεοελλ.
ασφαλτένιο, ασφαλτικός, ασφαλτούχος.
ΣΥΝΘ. ασφαλτόπισσα, πισσάσφαλτος
νεοελλ.
ασφαλτομαστίχη, ασφαλτοστρώνω, χυτάσφαλτος].———————— (II)
-η, -ο και άσφαλοςἄσφαλτος, -ον) σφάλλω
1. αυτός που δεν σφάλλει, ο αλάθητος
2. βέβαιος, σίγουρος
νεοελλ.
δραστήριος, αποτελεσματικός.