άσχολος
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
Greek Monolingual
ἄσχολος, -ον (Α)
1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό
2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος
3. ο μη καταγινόμενος με κάτι
4. «ἄσχολος χρόνος» — ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σχολος < σχολή «αργία, απραξία»].