δεισιδαίμονας
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
Greek Monolingual
ο (AM δεισιδαίμων, -ον)
αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός
αρχ.
1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής
2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» — δεισιδαιμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι- (< δείδω) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή -(σ)ι (πρβλ. αερσίλοφος, αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)].