έναιμος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο(ν) (AM ἔναιμος, -ον)
αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.)
αρχ.
1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα
2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης
3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα τὰ πράγματα», Αριστοτ.)
4. φρ. α) «ἔναιμα ζῶα» — αυτά που έχουν κόκκινο αίμα, τα σπονδυλωτά
β) «ἔναιμον φάρμακον» — φαρμακευτικές ουσίες χρήσιμες για το σταμάτημα του αίματος πρόσφατων τραυμάτων
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔναιμα
α) θύματα, σφάγια για θυσία
β) μόρια αίματος.
επίρρ...
ἐναίμως
με αίμα.