επεγείρω
From LSJ
ἐπεγείρω (Α) εγείρω
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ («μηδ' εὕδοντ' ἐπέγειρε», Θέογν.)
2. ξεσηκώνω, διεγείρω («τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», Σοφ.)
3. ανορθώνω, σηκώνω επάνω
4. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) επεγρηγορώς
ξύπνιος, άγρυπνος.