επεγείρω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

Greek Monolingual

ἐπεγείρω (Α) εγείρω
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ («μηδ' εὕδοντ' ἐπέγειρε», Θέογν.)
2. ξεσηκώνω, διεγείρω («τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», Σοφ.)
3. ανορθώνω, σηκώνω επάνω
4. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) επεγρηγορώς
ξύπνιος, άγρυπνος.