εξάρτυση Search Google

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐξάρτυσις) εξαρτύω
νεοελλ.
το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων (σιτιοδόχη), το παγούρι (υδροδοχείο) κ.λπ.
αρχ.
1. εφοδιασμός, ετοιμασία, προπαρασκευή
2. μουσ. προσαρμογή, ρύθμιση, εναρμόνιση.