επιτάχυνση

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

η
1. επαύξηση της ταχύτητας, επίσπευση, κίνηση ή ενέργεια με μεγαλύτερη ταχύτηταεπιτάχυνση της πορείας»)
2. μουσ. μουσικός όρος που αποδίδει τους ιταλικούς όρους affrettando και stringendo και σημαίνει ότι πρέπει ν’ αρχίσει επιτάχυνση της ρυθμικής αγωγής
3. ναυτ. η φόρτωση ή εκφόρτωση τών εμπορευμάτων σε συντομότερο χρόνο από αυτόν που ορίζει η συμφωνία της ναύλωσης
4. φυσ. ο λόγος της μεταβολής του διανύσματος της ταχύτητας ενός κινητού μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα προς το χρονικό αυτό διάστημα
5. φυσ. φρ. α) «γωνιώδης ή γωνιακή επιτάχυνση» — διανυσματικό μέγεθος που χαρακτηρίζει τη χρονική μεταβολή της γωνιώδους ταχύτητας ενός στρεφόμενου σώματος
β) «επιτρόχια επιτάχυνση» — η κατά την εφαπτομένη της τροχιάς συνιστώσα, στην οποία αναλύεται το διάνυσμα της επιτάχυνσης
γ) «κεντρομόλος επιτάχυνση» — η κατά την κάθετο προς την τροχιά του κινητού συνιστώσα, στην οποία αναλύεται το διάνυσμα της επιτάχυνσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιταχύνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιτάχυνσις μαρτυρείται από το 1786 στον Χριστόδ. Ακαρναν.].