ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
εὐάνθεμος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός
2. το ουδ. ως ουσ. το ευάνθεμον
φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ-άνθεμος, φιλ-άνθεμος].