επίταση

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

η (AM ἐπίτασις) επιτείνω
ενδυνάμωση, ένταση, αύξησηεπίταση της οικονομικής δυσπραγίας»)
μσν.- νεοελλ.
επιδείνωση
μσν.
έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή
αρχ.
1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.)
2. (για πολεμική μηχανή) βολή, ρίψη
3. (για ύφος στον λόγο) α) μετάβαση σε υψηλότερους τόνους
β) επισώρευση, αύξηση λόγου, υπερβολή
γ) έμφαση, τονισμός
4. γραμμ. φρ. «ἐπιρρήματα ἐπιτάσεως» (Διον. Θρ.)
τα επιρρήματα που επιτείνουν μια έννοια, όπως π.χ. τα λίαν, σφόδρα κ.λπ.
5. γραμμ. η ενίσχυση της έννοιας ενός όρου της πρότασης με ειδικές λέξεις ή μόρια, όπως π.χ. το και
6. το δεύτερο και κύριο μέρος του δράματος, όπου η πλοκή γίνεται πιο πυκνή, εντείνεται η σύγκρουση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων και επιτείνεται η δέση
7. ύπαρξη υψηλού, ισχυρού τόνου
8. τραχύτητα, σφοδρότητα, βιαιότητα
9. επέκταση.