αζαλέος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ἀζαλέος, -α, -ον (Α)
1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος
2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος
μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός
3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω- το επίθημα l του ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση του έρρινου επιθήματος n τών ρημάτων ἀζάνω / ἀζαίνω (πρβλ. και το συνώνυμο ἰσχαλέος παρά τα ἰσχναίνω / ἰσχνόω)].