αζήμιος
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀζήμιος, -ον) ζημία
1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος
2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής
αρχ.
1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο
2. που δεν έχει τιμωρηθεί ή δεν είναι άξιος τιμωρίας, ο ατιμώρητος.