εξασκώ
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
Greek Monolingual
(AM ἐξασκῶ, -έω) ασκώ
μσν.- νεοελλ.
καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή»)
2. ασχολούμαι επαγγελματικά («εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου»)
3. μεταδίδω ή επιβάλλω σε άλλους («εξασκώ επιρροή»)
αρχ.
1. στολίζω, περιβάλλω («ἐσθῆτι ἐξήσκησαν»)
2. διευθετώ, τακτοποιώ («πλόκαμον ἐξήσκεις κόμης»)
3. ἐξασκοῡμαι
εφοδιάζομαι με κάτι («ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῡσαι»)
4. φροντίζω, περιποιούμαι («μνῆμα... ἐς κάλλος ἐξησκημένον», Λουκιαν.)
5. γυμνάζω, εκπαιδεύω («καὶ μουσικὴν ἐξησκημένος ὑπ' αὐτοῡ», Πλούτ.)
6. αποκτώ, μαθαίνω με συνεχή άσκηση.