εξασκώ

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196

Greek Monolingual

(AM ἐξασκῶ, -έω) ασκώ
μσν.- νεοελλ.
καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζωεξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή»)
2. ασχολούμαι επαγγελματικά («εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου»)
3. μεταδίδω ή επιβάλλω σε άλλους («εξασκώ επιρροή»)
αρχ.
1. στολίζω, περιβάλλω («ἐσθῆτι ἐξήσκησαν»)
2. διευθετώ, τακτοποιώπλόκαμον ἐξήσκεις κόμης»)
3. ἐξασκοῡμαι
εφοδιάζομαι με κάτι («ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῡσαι»)
4. φροντίζω, περιποιούμαιμνῆμα... ἐς κάλλος ἐξησκημένον», Λουκιαν.)
5. γυμνάζω, εκπαιδεύω («καὶ μουσικὴν ἐξησκημένος ὑπ' αὐτοῡ», Πλούτ.)
6. αποκτώ, μαθαίνω με συνεχή άσκηση.