ζούδι

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ζούδιο, το
1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι
2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος
3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα
4. σκιάχτρο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον (< ζω-ίδιον), είναι υποκοριστικό του ζώο με κατάλ. -ούδι(ον), πρβλ. βούδι(ον), αρκούδι, πλεξούδι].