ἐχέφρων
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A sensible, prudent, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐ. Il.9.341, cf. Od.13.332; freq. as epith. of Penelope, 4.111, etc.; later of animals, σκύλακες Nonn.D.16.226: late in Prose, Syn.Alch.p.65 B. Adv. -νως D.S. 15.33.
German (Pape)
[Seite 1124] ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαθός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sensé, sage, prudent.
Étymologie: ἔχω, φρήν.
English (Autenrieth)
thoughtful, prudent. (Od.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ἐχέφρων, -ον)
αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον
η σύνεση, η φρόνηση.
επίρρ...
εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως)
με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -φρων (< φρην, φρενός)].