καταβλώσκω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλώσκω Medium diacritics: καταβλώσκω Low diacritics: καταβλώσκω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: katablṓskō Transliteration B: katablōskō Transliteration C: katavlosko Beta Code: katablw/skw

English (LSJ)

poet. for κατέρχομαι,

   A go down or through, ἄστυ καταβλώσκοντα Od.16.466; πόληος νόσφι A.R.1.322; of seamen, Lyc.1068 (in irreg. fut. -βλώξω); of a stream, A.R.4.227.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βλώσκω), durch-, entlanggehen; ἄστυ καταβλώσκοντα Od. 16, 466; ποταμοῖο καταβλώσκοντε ῥεέθρῳ Ap. Rh. 4, 227. – Ein fut. καταβλώξουσι bildet Lycophr. 1068.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλώσκω: ποιητ. ἀντὶ κατέρχομαι, καταβαίνω, εἰς ἄστυ καταβλώσκοντα Ὀδ. Π. 466· πόληος νόσφι κταβλώσκοντας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 322· ἐπὶ ναυτῶν, Λυκόφρ. 1068 (ἐν τῷ ἀνωμάλῳ μέλλ. -βλώξω)· ― ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 227.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
traverser en courant, acc..
Étymologie: κατά, βλώσκω.

Greek Monolingual

καταβλώσκω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].