καπιταλισμός
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
Greek Monolingual
ο
1. (κατά την αστική κοινωνιολογία) κεφαλαιοκρατία, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πίστη στη δύναμη του υλικού κεφαλαίου, την αποδοχή του κέρδους ως κινήτρου της οικονομικής δραστηριότητας, την αρχή της ιδιοκτησίας και τον νόμο του ανταγωνισμού
2. (κατά τη μαρξιστική θεωρία) το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που έχει ως βάση την ατομική ιδιοκτησία στα κύρια μέσα παραγωγής και την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και στο οποίο την πολιτική εξουσία κατέχει η αστική τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme < capital (< ιταλ. capitale, βλ. καπιτάλι)].