ἱππίσκος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππίσκος Medium diacritics: ἱππίσκος Low diacritics: ιππίσκος Capitals: ΙΠΠΙΣΚΟΣ
Transliteration A: hippískos Transliteration B: hippiskos Transliteration C: ippiskos Beta Code: i(ppi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἵππος, name of a play by Alexis, Ath.3.120b.    2 small statue of a horse, Michel832.41 (Samos, iv B.C.).    II an ornament for the head (cf. ἱππεύς v), Cratin.Jun.5, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, dim. zu ἵππος, Titel einer Komödie des Alexis, Ath. III, 120 b; auch ein Frauenschmuck, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἵππος, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀλέξιδος. ΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἱππεὺς V), Κρατῖνος ὁ νεώτερος ἐν «Ὀμφάλῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππίσκος· ἐπίθεμα κεφαλῆς. ἢ γυναικεῖον κόσμιον».

Greek Monolingual

ἱππίσκος ὁ (Α)
(υποκορ. του ίππος)
1. μικρό άγαλμα ίππου
2. στολίδι του κεφαλιού
3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, πυργ-ίσκος)].