καταβαπτίζω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
A dip, drown, of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν Alex.Aphr.Pr.1.17; τὴν ψυχήν Ach.Tat.1.3:—Pass., to be submerged, overwhelmed, ὑπὸ τῆς ὑγρότητος Steph.in Gal.1.278D.; καταβαπτισθήσεταί μοι τὸ ζῆν Alciphr. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1339] untertauchen, im Wasser ersticken, ersäufen, Sp., auch übertr., ὑπὸ μέθης, λύπης καταβαπτίζεσθαι, τὸν νοῦν καταβαπτισθείς, Eumath.
Greek (Liddell-Scott)
καταβαπτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, βυθίζω ἐντὸς τοῦ ὕδατος, καταπνίγω, τὸ πλῆθος τοῦ οἴνου τὴν ζωτικὴν δύναμιν… καταβαπτίζει Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 17, Ἀλκίφρ. 2-3, πρβλ. Ἀχιλλ. Τατ. 1. 3. -Παθ., πνίγομαι, ὑπὸ μέθης, τῇ θλίψει Εὐμάθ. σ. 198.
Greek Monolingual
καταβαπτίζω (AM)
1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω
2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω
3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο
μσν.
1. περιλούζω, καταβρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βαπτίζω «βυθίζω»].