κυνήγι
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
το (AM κυνήγιον, Μ και κυνήγιν και κυνήγι) κυνηγός
1. η ενασχόληση του κυνηγού, η οποία συνίσταται στην προσπάθειά του να συλλάβει ή να σκοτώσει πουλιά ή άλλα ζώα που ζουν ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον, η θήρα
2. κυνηγότοπος, τόπος κυνηγιού με αφθονία θηραμάτων, όπου οι κυνηγοί συλλαμβάνουν ή σκοτώνουν πουλιά ή άλλα ζώα
3. το ζώο που σκοτώνεται από τον κυνηγό, το θήραμα
νεοελλ.
1. μτφ. επίμονη και συνεχής αναζήτηση ή επιδίωξη, κυνηγητό, κυνήγημα («η δουλειά αυτή είναι καλή, μα για να γίνει θέλει πολύ κυνήγι»)
2. ειδικά μαγειρεμένο κρέας πουλιού ή άλλου ζώου που συλλαμβάνεται ή σκοτώνεται από κυνηγό («του αρέσει πολύ το κυνήγι»)
3. φρ. α) «το κυνήγι του χαμένου θησαυρού» — είδος παιχνιδιού
β) «μέ πήρε στο κυνήγι» — μέ κυνηγά κάποιος
νεοελλ.-μσν.
αφθονία θηραμάτων («έχει πολύ κυνήγι φέτος»)
αρχ.
θηριομαχία σε αμφιθέατρο.