κτίση

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

η (AM κτίσις) κτίζω
1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση της Ρώμης» — η ίδρυση της Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τοποθετείται στο 753 π.Χ.)
2. η δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός, η πλάση («ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ θεός»)
3. η φύση, η πλάση, ο κόσμος, η οικουμένη, το σύμπαν (α. «οἱ Οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρετ' ἡ κτίσις ὅλη» β. «βασιλεῡ πάσης κτίσεως», ΠΔ)
μσν.
πλάσμα, μορφή
αρχ.
1. αποίκιση, οικισμός αποικίας («ἔτεσιν ἐγγύτατα πέντε καὶ τριάκοντα καὶ ἑκατὸν μετὰ Συρακουσῶν κτίσιν», Θουκ.)
2. πράξη, έργο
3. κανόνας, διάταξη, αρχή («ὑποτάγητε οὖν πάση ἀνθρωπίνη κτίσει διὰ τὸν Κύριον», ΚΔ).