λαδώνω

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

λάδι·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι
2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («το λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο»)
3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω
4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου
5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική μου εξυπηρέτηση, δωροδοκώ
6. κλέβω επιτήδεια, σουφρώνω.