λαδώνω
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
λάδι·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι
2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («το λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο»)
3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω
4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου
5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική μου εξυπηρέτηση, δωροδοκώ
6. κλέβω επιτήδεια, σουφρώνω.