αισχύνω
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
(Α αἰσχύνω)
1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω
2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη
αρχ.
1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω
(«αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529)
2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω
3. περιφρονώ, απαξιώ
4. μέσ. σέβομαι κάποιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αἰσχὺς < αἶσχος βλ. λ..
ΠΑΡ. αισχύνη, αισχυνομένη
αρχ.
αἰσχυνομένως, αἰσχυντήρ, αἰσχυντός.
ΣΥΝΘ. αναίσχυντος
αρχ.
ἀπαισχύνομαι, ἐπαισχύνομαι, καταισχύνω, ὑπαισχύνομαι
νεοελλ.
επαίσχυντος].