άλειμμα
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
το (Α ἄλειμμα)
κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή
νεοελλ.
1. πράξη του αλείφω, επάλειψη, επίχριση
2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα του βουτύρου, πάχος, ξίγγι
3. το χοιρινό λίπος που τοποθετείται σε δοχεία μαζί με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες
4. φυσική ή βιομηχανική λιπαρή ουσία, που χρησιμοποιείται στην επάλειψη τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για ελάττωση της τριβής και συντήρηση
5. αθέμιτη εξαγορά υπηρεσιών, δωροδοκία
αρχ.
1. αρωματικό λάδι
2. η περίοδος του χρίσματος, τελετουργική εκδήλωση τών Ισραηλιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω.
ΠΑΡ. αλειμματώδης, αρχ. ἀλειμμάτιον, νεοελλ. αλειμματάς, αλειμματένιος, αλειμματερός. αλειμματιά, αλειμματιάρης, αλειμματώνω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλειμματοδοχείο, αλειμματοδόχη, αλειμματοθέτης, αλειμματοκέρι].