αναγκάζω
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
(Α ἀναγκάζω)
1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία
2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω
μσν.- νεοελλ.
πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τον στενοχωρώ, τον φέρνω σε δύσκολη θέση
αρχ.
ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι είναι αναγκαίο έτσι ή αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.
ΠΑΡ. ανάγκασμα, αναγκαστός
αρχ.
ἀναγκαστήρ
νεοελλ.
ανάγκαση, αναγκασμός.
ΣΥΝΘ. εξαναγκάζω, καταναγκάζω
αρχ.
ἀπαναγκάζω, διαναγκάζω, εἰσαναγκάζω, ἐπαναγκάζω, παραναγκάζω, περιαναγκάζω, προαναγκάζω, προσαναγκάζω, προσδιαναγκάζω, συγκαταναγκάζω, συναναγκάζω, ὑπαναγκάζω.