ανακουφίζω
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
Greek Monolingual
(Α ἀνακουφίζω)
1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω
2. σηκώνω, ανασηκώνω
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω
2. απαλλάσσω κάποιον από σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, καταπραΰνω
ΙΙ. μέσ.
1. απαλλάσσομαι από τα βάρη μου, ξαλαφρώνω
2. αποπατώ
αρχ.
1. αισθάνομαι ότι γίνομαι ελαφρότερος, αλαφρώνω
2. αναπτερώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κουφίζω «αισθάνομαι ανακούφιση, ξαλάφρωμα».
ΠΑΡ. ανακούφισις(-η), ανακούφισμα
νεοελλ.
ανακουφισμός, ανακουφιστήριο, ανακουφιστής, ανακουφιστικός].