Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άνισος

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄνισος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο
2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός
νεοελλ.
ακανόνιστος, ασύμμετρος
μσν.
ανόμοιος, διαφορετικός
αρχ.
φρ.
1. «άνισος πολιτεία» — η ολιγαρχία
2. οἱ ἄνισοι
οι ολιγαρχικοί
3. τὸ ἄνισον
η ανισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ίσος.
ΠΑΡ. ανισότητα
αρχ.
ανισώ (II), ανίσως (II), ανίσωση (-ις) (II).
ΣΥΝΘ. ανισεπίπεδος, ανισοβαρής, ανισογώνιος
αρχ.
ανισήλικος, ανισοδιάστατος, ανισολαμπής
νεοελλ.
ανίσανθα, ανισοβύθιστος, ανισογαμία, ανισομεγέθης, ανισομερής, ανισοπλία, ανισόψηφος].