αποκρίνομαι
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
(AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω)
(-ομαι)
1. απαντώ, δίνω απάντηση
2. απολογούμαι (σε δικαστήριο)
μσν.- νεοελλ.
ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος
νεοελλ.
1. απαντώ με αυθάδεια
2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ
μσν.
1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί ερώτηση)
2. ανταποδίδω την εχθρική επίθεση
αρχ.
(-ω)
1. χωρίζω, αποχωρίζω
2. σημειώνω κάτι, το κάνω ευδιάκριτο
3. εκλέγω, επιλέγω
4. απορρίπτω κάτι μετά από εξέταση.