αποκρεμώ

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

(-άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι)
Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω
νεοελλ.
1. τελειώνω το κρέμασμα
2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο
αρχ.
φρ.
1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν» — χαλαρώνω, ξεκουράζομαι
2. «χορδὰν πλῆκτρον ἀπεκρέμασεν» — το πλήκτρο έσπασε τη χορδή και την έκανε να κρέμεται
II. (-ιέμαι) (-μαμαι, -μώμαι) κρεμιέμαι από κάπου
νεοελλ.
1. σκύβω από ψηλά
2. εξαρτώμαι από κάποιον, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον
αρχ.
1. απομακρύνομαι
2. ξεσφίγγω, χαλαρώνω κάτι.