αποκάμνω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποκάμνω)
καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι
μσν.- νεοελλ.
1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ
2. πεθαίνω
3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι
4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ
νεοελλ.
1. παύω να υπάρχω, τελειώνω (ιδίως για καρπούς στο τέλος της εποχής τους)
2. κάνω κάτι ως επακολούθημα, ως τέλος μιας ενέργειας («τί απόκανες με τα συμβόλαια;»)
μσν.
1. καταπονώ, εξαντλώ
2. σκοτώνω
αρχ.
1. σταματώ να κάνω κάτι γιατί κουράστηκα υπερβολικά
2. διστάζω να κάνω κάτι
3. αποφεύγω να κάνει κάτι.