ἀρραγής

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρᾰγής Medium diacritics: ἀρραγής Low diacritics: αρραγής Capitals: ΑΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: arragḗs Transliteration B: arragēs Transliteration C: arragis Beta Code: a)rragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀ. unbroken surface, Arist.Pr.899b20.    2 that cannot be rent or broken, ξύλα Thphr.HP5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34.    II ἀ. ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non brisé.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἀρρᾰγής) -ές
I 1no roto de concr. y abstr. ὀστέα Hp.VC 12, βάσεις IG 7.3073.103, ἁρμοί IG 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.Tact.13.3, φάλαγξ Arr.Tact.12.4, σίδηρος Plu.Demetr.21, κόρυθες AP 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.D.22.174, κνημῖδες Nonn.D.30.29, cf. Hsch.
subst. τὸ ἀρραγές superficie no rota Arist.Pr.899b20
fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar S.Fr.736.
2 irrompible de concr. ξύλα Thphr.HP 5.5.6, τείχεα D.P.1006
de abstr. inquebrantable παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία Sardis 18.50 (V d.C.), Stud.Pal.20.227.5 (VI/VII d.C.) διάλυσις SB 7033.73 (V d.C.).
II adv. -ῶς sin rotura S.Fr.1024a.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρραγής [-οῡς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].